Τεχνίτης του χρωστήρα και του στίχου, ο Νίκος Εγγονόπουλος θεωρείται ο κορυφαίος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο κόσμος του αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ του χθες και του σήμερα, συνδέει τη ζωγραφική με την ποίηση και είναι γεμάτος λογοτεχνικούς και μυθικούς ήρωες. Τιμώντας τη μνήμη του σπουδαίου καλλιτέχνη, τριάντα επτά χρόνια από το θάνατό του, στις αρχές της άνοιξης εγκαινιάστηκε από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η έκθεση “Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού”, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Στις αίθουσες του Ιδρύματος θα θαυμάσετε εκατόν σαράντα οκτώ και πλέον πολύτιμα έργα του Εγγονόπουλου, δανεισμένα από τις συλλογές του Ιδρύματος Ωνάση, της Alpha Bank, του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών ΑΠΘ, της Δημοτικής Πινακοθήκης Ρόδου, της Λεβεντείου Πινακοθήκης, καθώς και πολλών ιδιωτικών συλλογών, όπως του Δ. Ν. Π., του κυρίου Κρίτωνα Ιωαννίδη, της κυρίας Ειρήνης Παναγοπούλου, του κυρίου Μπάμπου και της κυρίας Άντζελας Οικονομίδη και του Μ. Μ., που ολοκληρώνουν τη φυσιογνωμία της μεγάλης αυτής έκθεσης. Κορυφαίοι πίνακες, όπως οι Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη, 1949, Αργώ, 1948, Ορφεύς, 1957, Οι Αδιάφθοροι, 1967, Ο ζωγράφος και το μοντέλο του, 1970, Ορφεύς, 1968, Ομηρικό με τον ήρωα, 1938, Ολυμπία, 1970, Ο Μερκούριος Μπούας, 1971, Nico hora ruit, 1939, Συναυλία, 1960, Ο Καβάφης, 1948, Καζανόβας, 1968, Μεσογειακή Μούσα, 1984, Οι αδιάφθοροι, 1967, μεταξύ των άλλων, αποκαλύπτουν το πολυεπίπεδο έργο του.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 και πέθανε το 1987. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Στη συνέχεια, χάρη στη μαθητεία του κοντά στον Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο, ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής. Το 1939 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση, στην οικία του Ν. Καλαμάρη, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάουλο. Το 1958 τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεωργίου Α’ για το ζωγραφικό του έργο. Οι ποιητικές του συλλογές και η σκηνογραφική του δουλειά, με τη δύναμη της προσωπικής του έκφρασης, στερεώνουν τον πολιτισμό.
Η κυρία Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει, μεταξύ άλλων, στον ομότιτλο κατάλογο της έκθεσης: «Αν με ρωτούσαν ποιος είναι για μένα ο απόλυτος υπερρεαλιστής (δεν λέω σουρεαλιστής για να μη στρεβλώσω την έννοια του όρου), ξένος ή Έλληνας, αδίστακτα θα απαντούσα ο Νίκος Εγγονόπουλος. Έκανε τη λέξη ως ποιητής και την εικόνα ως ζωγράφος να υπακούσουν στη δική του σύνταξη και γραμματική και να συνθέτουν μια ιδιαίτερη στοχαστική και αισθητική πραγματικότητα».
Ο επιμελητής της έκθεσης, Τάκης Μαυρωτάς, επισημαίνει στον ίδιο κατάλογο: «O Εγγονόπουλος, με λογισμό και όραμα, κινείται από το παρόν στο παρελθόν, από το όνειρο στο μύθο και από την πραγματικότητα στη φαντασίωση. Αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής και ανιδιοτελής απέναντι στη ζωή, αντιμετώπισε με θάρρος τους επικριτές και πολέμιούς του, αντιπαραθέτοντας τη ζωγραφική και την ποίησή του, οι οποίες είναι έντονα συνδεδεμένες με τα όνειρα και τους ονειρικούς μηχανισμούς, με το παράλογο και τη “ζούρλια”, μια λέξη που συχνά χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Αυτό το μυστηριακό σύμπαν εκφράζει τη δική του αλήθεια, έναν απέραντο κόσμο, που αντανακλά το πάθος του για καθετί ωραίο, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στα μεγάλα λάθη. Έτσι, οι μνήμες από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής έγιναν εικόνες και στίχοι με ενάργεια και συναισθηματική ένταση.
Η ζωγραφική για τον Εγγονόπουλο ήταν μια άσκηση πνευματικής ελευθερίας. Δούλευε καθημερινά με μαεστρία, ενίοτε ελαιογραφίες, με τον ίδιο τρόπο που δούλευε την αυγοτέμπερα, χρησιμοποιώντας λιγοστά καθαρά και λαμπερά χρώματα, όπως την ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου ή το ούλτρα μαρίν, το βαθύ πράσινο και το κόκκινο, και άλλοτε υδατογραφίες, όπου σε αρκετές από αυτές προσέθετε σινική μελάνη. Ξεκινούσε πάντα με ένα bozzetti, όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, δηλαδή με την απόδοση του οράματός του σε χαρτί μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένο από υδατοχρώματα και σινική μελάνη, ακόμη και χρωματιστά μολύβια. Στη συνέχεια, προχωρούσε στην ακριβή αποτύπωση του σχεδίου, χρησιμοποιώντας μολύβι ή κάρβουνο ή και τα δύο μαζί. Έτσι, με ακρίβεια αποτύπωνε το σχέδιο πάνω στο μουσαμά, το ξύλο ή το χαρτόνι, για να ολοκληρώσει, με την επιλογή των χρωμάτων, τους μνημειακούς του πίνακες. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές. Ευθυτενείς, καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Αυτές οι απρόσωπες μορφές μάς βυθίζουν στο χρόνο, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με μοναχικούς ήρωες ή ερωτικά ζευγάρια, από τη μυθολογία και τη λογοτεχνία, την ιστορία και την ποίηση, με αναφορές άλλοτε στον Ορφέα, στην Ευρυδίκη, στον Ερμή, στην Ιώ, στον Ηρακλή, στον Οδυσσέα, στην Καλυψώ, στη Θέτιδα και στον Πηλέα, στον Ιάσονα, στη Μήδεια και άλλοτε στον Άνθιμο τον Τραλλέα και στον Ισίδωρο τον Μιλήσιο».
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 19 Ιουνίου 2022
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, Βασ. Σοφίας 9 και Μέρλιν 1, Αθήνα
Tηλ.: 210 3611206, www.thf.gr