Στην πατρίδα μας είναι κοινός τόπος όλη η Ελλάδα να κατηγορεί την πρωτεύουσα ότι απορροφά τα πάντα και δεν αφήνει τη χώρα να αναπτυχθεί ισόρροπα. Προφανώς και αυτό συμβαίνει.
Παράλληλα όμως, η σκληρή πραγματικότητα λέει ότι και οι τοπικές κοινωνίες συχνά ελάχιστα ενδιαφέρονται να αλλάξουν την κατάσταση και περιμένουν από τον από μηχανής θεό (την κεντρική διοίκηση η οποία ευθύνεται για πολλά) να λύσει τα προβλήματά τους. Η ακινησία και η μετατόπιση των ευθυνών στους άλλους είναι πάντα μια εύκολη και ανακουφιστική λύση.Είναι πολύ πιθανό κάποιος από αυτούς που θα διαβάσουν όσα ακολουθούν να τηλεφωνήσει για να με ρωτήσει σε ποια συνοικία της Θεσσαλονίκης γεννήθηκα και αν είμαι Παοκτζής η Αρειανός. Μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είμαι Αθηναίος, δηλαδή επαρχιώτης, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, που οι γονείς μας γεννήθηκαν στην Πελοπόννησο ή στην Κρήτη (αυτοί είναι οι δικοί μου) ή σε κάποιο άλλο σημείο της Ελλάδας. Τη Θεσσαλονίκη τη γνώρισα γύρω στο 1962, όταν ακόμα, αντί για τη νέα παραλία, τα νερά έγλειφαν το πίσω μέρος των πολυκατοικιών στη Βασιλίσσης Όλγας. Έκτοτε, πέρασαν πολλά χρόνια, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την πόλη από πολύ κοντά και από αυτή την επαφή, καθώς και από άλλες περιπλανήσεις στην Ελλάδα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο υδροκεφαλισμός της χώρας μας με την Αθήνα υπέρ άνω όλων εμποδίζει την ισορροπημένη ανάπτυξη της χώρας.
Για να μπούμε στο ζουμί αυτού του άρθρου, αν το καλοσκεφτούμε, η Θεσσαλονίκη έχει όλα τα προσόντα και θα μπορούσε να είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας, αλλά δυστυχώς, ελευθερώθηκε το 1912 όταν τα πάντα είχαν τελειώσει. Θα με ρωτήσετε, γιατί τα λέω όλα αυτά. Πολύ απλά γιατί με μεγάλη μου λύπη βλέπω ότι αυτοί οι οποίοι βλέπουν μακριά και ενδιαφέρονται πραγματικά για αυτή την πόλη είναι ελάχιστοι. Ίσως όχι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, αλλά σίγουρα πάντως λιγότεροι από την κρίσιμη μάζα πολιτών και αρχόντων (πολιτειακών ή μη), που είναι απαραίτητη για να γίνει μία αλλαγή προς όφελος της πόλης, της τοπικής οικονομίας αλλά και σε δεύτερη φάση γενικότερα της χώρας. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Ξεκινώντας από το θέμα που με ενδιαφέρει και επαγγελματικά, θα αναφερθώ στο κομμάτι της γεύσης και πιο συγκεκριμένα στην παραδοσιακή κουζίνα. Η Θεσσαλονίκη, περισσότερο από κάθε άλλη πόλη της Ελλάδας, μπορεί να είναι ο φάρος της παραδοσιακής μας κουζίνας, να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα και να δημιουργήσει οικονομικό όφελος με πολλούς αποδέκτες και όχι μόνο τους κατοίκους της. Πολλοί και κυρίως πολίτες που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το αντικείμενο θα αναρωτηθούν γιατί η Θεσσαλονίκη και όχι η Αθήνα ή κάποια άλλη πόλη. Η απάντηση είναι απλή:
- Η Θεσσαλονίκη και ευρύτερα η κεντρική Μακεδονία είναι η πόλη με την πλουσιότερη γευστική παράδοση σε σύγκριση με άλλες πόλεις. Η τοπική κουζίνα είναι μία σύνθεση τεσσάρων τουλάχιστον γευστικών πολιτισμών: της Σμύρνης και της Πόλης, του Πόντου, του Αγίου όρους, της αστικής ελληνικής κοινωνίας, των Σεφαραδιτών εβραίων και των από βορρά γειτόνων. Σταματάω εδώ, αν και θα μπορούσα να αναφερθώ σε 2–3 ακόμα περιπτώσεις.
- Ταυτόχρονα, είναι ένα μεγάλο αστικό κέντρο, κάτι το οποίο σημαίνει ότι διαθέτει την κρίσιμη μάζα, που μπορεί να επιβάλλει μία αλλαγή ή μια νέα τάση. Επιπλέον, δεν έχει τα ανασταλτικά στοιχεία της πρωτεύουσας, η οποία (όπως συμβαίνει παγκοσμίως) συνήθως είναι ένα χωνευτήρι επιρροών, που επηρεάζουν τον γευστικό προσανατολισμό της υιοθετώντας εκ των πραγμάτων γεύσεις και προτάσεις που φέρνει στον τόπο μας η παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς, η άρχουσα τάξη της πόλης (πολιτική και μη) παρά τις οποίες λαμπερές εξαιρέσεις, περί άλλων τυρβάζει. Αυτό το έρημο σήμα «Θεσσαλονίκη Πόλη Γαστρονομίας» περιμένει ακόμα υπομονετικά κλεισμένο στο σκοτάδι ενός συρταριού. Πότε κάποιος θα δεήσει να το ανοίξει; Δεν ξέρω. Όποιος δεν το πιστεύει αρκεί να κάνει μερικές ερωτήσεις στους σεφ της πόλης, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι που πρέπει να στρατευθούν για την ανάδειξη αυτού του σήματος. Οι απαντήσεις που θα πάρει θα είναι αποκαρδιωτικές.
Το μεγάλο ατού της πόλης, το εκθεσιακό κέντρο, παρακολουθεί ατάραχο την Αθήνα να κερδίζει έδαφος, να ροκανίζει τις εκθεσιακές επιτυχίες του παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια στιγμή ο ιδιοκτήτης του φορέα, δηλ.το κράτος, να μην αντιλαμβάνεται ότι ο ανταγωνισμός με την Αθήνα για τον ίδιο τύπο εκθέσεων είναι a priori χαμένος. Η Θεσσαλονίκη οφείλει να εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση της στην Βαλκανική χερσόνησο και να πράξει ανάλογα, ασχολούμενη κυρίως με διοργανώσεις που έχουν σχέση με αυτή, ενώ ταυτόχρονα είναι ενδιαφέρουσες για όλη την Ευρώπη. Οφείλει μεν αλλά…
Η Αθήνα στηρίζει την τουριστική της ανάπτυξη κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη της Ακρόπολης, σε κάποια σημαντικά μουσεία και δευτερευόντως στη ύπαρξη της παραδοσιακής Πλάκας. Πέραν αυτού, ολόκληρη πόλη είναι ζήτημα αν έχει 5-6 αξιοθέατα σημεία και αν φύγουμε από το κέντρο, μάλλον δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Βέβαια, έχει το παραλιακό μέτωπο και αυτό είναι κάτι. Αντίθετα, η Θεσσαλονίκη έχει παραλιακό μέτωπο στην καρδιά της πόλης, έχει μία μνημειακή πλατεία Αριστοτέλους, έχει τα Λαδάδικα, έχει εξαιρετικά βυζαντινά μνημεία, εκκλησίες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν αφεθεί στην τύχη τους και μια Άνω Πόλη, η οποία μαζί με τα κάστρα είναι ένας τουριστικός θησαυρός, ο οποίος μπορεί να πει πάρα πολλά στον τουρίστα, καθώς είναι μια ζωντανή εικόνα της παράδοσης.
Κοντολογίς για να μη σας κουράζω, η Θεσσαλονίκη είναι ένας οικονομικός και πολιτιστικός θησαυρός σε ύπνωση και περιμένει επί ματαίω να βρεθούν κάποιοι να το καταλάβουν. Πολλοί κατηγορούν (δικαίως) την κεντρική διοίκηση και την πρωτεύουσα ως υπεύθυνους. Δυστυχώς, όπως λέει και μία παροιμία, ο άνθρωπος έχει την τάση να κοιτάζει μόνο μπροστά και να βλέπει τους άλλους και τα κουσούρια τους, ξεχνάει όμως να γυρίσει πίσω το κεφάλι του και να δεί την δική του καμπούρα. Φοβάμαι ότι το ίδιο ισχύει και για τους προύχοντες, που θα έπρεπε να βρίσκονται στο ύψος των περιστάσεων και να εκπληρώνουν την αποστολή για την οποία υπάρχουν: Να είναι καθοδηγητές ικανοί να λύνουν προβλήματα, να κάνουν βήματα και να οδηγούν την χώρα στην πρόοδο.
Πολλοί θα σπεύσουν να πουν: μα ένα απλό δημοσιογραφικό κομμάτι σαν κι αυτό θα φέρει την άνοιξη; Προφανώς όχι και δε μας πέρασε καν από το μυαλό κάτι τέτοιο. Είμαστε όμως περίεργοι να δούμε αν θα ταράξει τα νερά κι αν θα προκαλέσει κάποιες τοποθετήσεις, αντιδράσεις ή οτιδήποτε άλλο. Βάσει αυτού θα δούμε τι περισσότερο μπορούμε να κάνουμε.