Όταν το όραμα ενός δημιουργικού ανθρώπου μετουσιώνεται σε ένα εστιατόριο-ύμνο στο καλό φαγητό, αξίζει την επίσκεψή μας και τα χιλιόμετρα που πρέπει να διανύσουμε.
Πάντα ζήλευα τα επαρχιακά εστιατόρια του εξωτερικού που βρίσκονται σε χωριά, ή ακόμα και στην ύπαιθρο και τα οποία κατάφερναν να γίνουν τα ίδια προορισμός για τους κατοίκους των κοντινών ή μακρινών πόλεων. Δεν είναι λίγα τα εστιατόρια αυτά, ούτε στην Αγγλία, ούτε στην Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και αλλού. Και ασφαλώς δε μιλάω για μικρές παραδοσιακές ταβέρνες που μπορεί ομολογουμένως να έχουν καλό φαγητό, αλλά για γαστρονομικά εστιατόρια, πολλά από τα οποία απολαμβάνουν σοβαρές διακρίσεις από τον Michelin ή άλλους οδηγούς. Ας κάνουμε μια νοερή βόλτα στα καλύτερα του είδους κι ας θυμηθούμε το εμβληματικό The Fat Duck του Blumenthal στο Brey του Berkshire, το L’Enclume του Simon Rogan στο Cartmel της Cumbria, το Le Manoir aux Quat’Saisons του Raymond Blanc στο Oxfordshire, το Troisgros στο Ouches, το Restaurant Marcon στο Saint-Bonnet-le-Froid, το George Blanc στο Vonnas, καθώς και τα μεγάλα εστιατόρια της Ισπανικής και της Ιταλικής υπαίθρου.
Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν πως οι λαοί στις χώρες των οποίων διαδραματίζεται αυτή η εστιατορική διασπορά, διαθέτουν την κατάλληλη παιδεία, ώστε να θεωρήσουν ότι ένας χώρος εστίασης που προσφέρει κάτι παραπάνω από τοπική παραδοσιακή κουζίνα, μπορεί να αξίζει το μικρό ή μεγάλο ταξίδι, ώστε να τον επισκεφτούν. Και αυτή η επίσκεψη να μην αποτελεί μια παράπλευρη δραστηριότητα μιας ούτως ή άλλως προαποφασισμένης εξόρμησης, αλλά να είναι ο αυτοσκοπός του ταξιδιού, μια γαστρονομική δηλαδή Ιθάκη για τους ταξιδιώτες.
Στα καθ’ ημάς, τέτοια παραδείγματα είναι λίγα. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι στα νησιά και τους τουριστικούς προορισμούς υπάρχει πληθώρα τέτοιων εστιατορίων. Η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ελούντα, η Χαλκιδική, η Ρόδος και η Κέρκυρα είναι πλήρεις γαστρονομικών προτάσεων υψηλών προδιαγραφών. Όμως αυτό δεν είναι το ίδιο με αυτό που λέμε, καθώς αυτά τα εστιατόρια απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στον εισερχόμενο τουρισμό και δημιουργήθηκαν στην πλειοψηφία τους γι αυτόν ακριβώς το σκοπό. Αντίθετα, εστιατόρια με σύνθετη γαστρονομική πρόταση που να απευθύνονται στο εγχώριο κοινό, βρίσκονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις μεγάλες πόλεις.
Ανάμεσα στις ελάχιστες εξαιρέσεις είναι η Osteria Greca του ικανότατου οινοποιού Γιάννη Παπαργυρίου που βρίσκεται εδώ και λίγα χρόνια στον πρώτο όροφο του επίσης νέου οινοποιείου του. Το εστιατόριο αυτό, αποτέλεσε μέρος του οράματος του οινοποιού για μια ολοκληρωμένη οινο-γαστρονομική εμπειρία που θα δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να βιώσει τα κρασιά του Κτήματος, αλλά και όχι μόνο, πλάι σε φαγητό που συνομιλεί άπταιστα τη γλώσσα του κρασιού. Η τοποθεσία, το χωριό Λαλιώτη Κορινθίας, λίγα χιλιόμετρα από το Κιάτο, κατατάσσει το εστιατόριο στη φιλοσοφία που αναφέραμε παραπάνω, σε έναν εστιατορικό προορισμό δηλαδή που απαιτεί ένα μικρό ή μεγάλο ταξίδι.
Ανοίγοντας τη μεγάλη βαριά πόρτα, βρίσκεται κανείς σε μια elegant σάλα με διακριτική διακόσμηση και στοιχεία ξύλου και μετάλλου. Στα αριστερά το κελάρι, το οποίο φιλοξενεί τη γκάμα των κρασιών του Οινοποιείου, καθώς και επιλογές του ίδιου του οινοποιού από τον Ευρωπαϊκό κυρίως αμπελώνα. Η τιμολόγηση των κρασιών είναι η πιο τίμια που έχουμε συναντήσει τους τελευταίους μήνες και αποτελεί τρανταχτή απόδειξη ότι η πρόθεση του Παπαργυρίου είναι να μοιραστεί όσα δημιουργεί και όσα του αρέσουν με τους “φίλους” που θα φτάσουν μέχρι εκεί, δηλαδή όλους εμάς.
Την κουζίνα της Osteria Greca την έχει εμπιστευτεί στον Κεφαλονίτη chef Γιώργο Αντωνέλλο, ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα μενού με επιρροές από τα Επτάνησα, αλλά και απόλυτο σεβασμό στην ελληνική ύπαιθρο. Ο chef προτείνει μια κουζίνα που, ενώ διαθέτει πινελιές από τη Μεσόγειο, παραπέμπει κατά κύριο λόγο στην απλότητα της cucina povera της ελληνικής επαρχίας. Εδώ, ένα πράσο μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενός ολοκληρωμένου πιάτου, όπως και μια αγκινάρα ή λίγα μανιτάρια. Παρόλη την απλότητα της βασικής προσέγγισης, ο chef καταφέρνει να προσδίδει αναπάντεχη γευστικότητα στα πιάτα του, μετατρέποντάς τα σε μικρές γιορτές για τον ουρανίσκο.
Από όσα δοκιμάσαμε, ξεχωρίσαμε την τηγανητή Αγκινάρα με Αλιάδα Κεφαλονιάς, ένα τόσο απλό και ταυτόχρονα μεγαλειώδες πιάτο, καθώς και τα Γαρδουμπάκια από αρνάκι Γάλακτος Φρικασέ, ένα πιάτο αξιώσεων με ένταση και νοστιμιά και χωρίς καμία επιτήδευση. Το highlight όμως του τραπεζιού μας ήταν τα Κρασάτα Μάγουλα μαύρου χοίρου Pata Negra με τραχανά. Το πιάτο ήταν ζεστό και hearty και ταυτόχρονα βαθιά γευστικό, με το κρέας να λιώνει και τον τραχανά στο ρόλο του ψωμιού που θα μαζέψει τη λαχταριστή σάλτσα. Πολύ καλή και η Πάβλοβα με λαστιχωτό μπεζέ και γευστικότατη κρέμα.
Το όραμα και η τόλμη του Γιάννη Παπαργυρίου, να δημιουργήσει ένα εστιατόριο αξιώσεων σε έναν τόπο, τόσο μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα και να ποντάρει σε μια κουζίνα που ξεφεύγει από τα “σιγουράκια” της ελληνικής επαρχίας, αποτελεί όχι μόνο κέρδος για τον ίδιο και τη γύρω περιοχή, αλλά μια υπηρεσία στον γαστρονομικό μας πολιτισμό. Είναι όμως και μια απόδειξη ότι και οι Έλληνες σιγά σιγά αλλάζουν και αποκτούν μια κουλτούρα ικανή, ώστε να τους ταξιδέψει μακριά από τον τόπο τους για να φτάσουν στη δική τους γαστρονομική Ιθάκη.