Σε επίπεδο απλού καταναλωτή δεν είναι τόσο σύνηθες. Στον κύκλο των «ειδημόνων» της γεύσης» όμως, συχνά πυκνά η αναφορά στο γευστικό πάρκο των Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων επιτρέπει στις μύγες να μπαίνουν στο στόμα των συνομιλούντων. Μάλλον χωρίς λόγο, αν κάποιος ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα. Επειδή στα σχεδόν πενήντα χρόνια που ασχολούμαι, μου συνέβη πολλές φορές να απορήσω με τις απόψεις που ακούγονται κατά καιρούς από πολλούς, έκανα το τελευταίο τετράμηνο μια σειρά από ερευνητικά ταξίδια σε τρεις Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις που υποτίθεται ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στις γευστικές εξελίξεις και αποτελούν προορισμούς γαστρονομικού τουρισμού για πολλούς Έλληνες. Δεν θα σας κουράσω με περίπλοκες αναλύσεις και επεξηγήσεις αναφερόμενος και στις τρεις. Νομίζω ότι η εμπειρία από την τρίτη επίσκεψη (Λονδίνο) αρκεί για να βγάλουμε τα όποια χρήσιμα (μπορεί και άχρηστα) συμπεράσματα.
Στο Λονδίνο έμεινα 8 ημέρες και δοκίμασα 12 εστιατόρια. Όχι όμως με την κλασική λογική του τουρίστα καλοφαγά που έχει και τα σχετικά χρήματα και πηγαίνει, δοκιμάζει διάσημα πολυάστερα ονόματα για να επιστρέψει και να δηλώσει «Τι να κάνουμε τώρα; Οι άνθρωποι είναι μπροστά. Εμείς είμαστε Βαλκάνια». Της επίσκεψης προηγήθηκε μια τεκμηριωμένη έρευνα η οποία οδήγησε στην επιλογή ενός αριθμού εστιατορίων με μια γκάμα που ξεκινούσε από ταπεινά ταβερνοειδή (15-20 χλμ. μακριά από το κέντρο της πόλης) και ακουμπούσε την Darroze στο Connaught. Θα σταχυολογήσω λοιπόν μερικά στοιχεία από την εμπειρία μου και θα αναφερθώ και στα συμπεράσματά μου.
Η πρώτη επαφή (Brown) δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Παρά την παρουσία ενός Bib Gourmand με δύο ορεκτικά/ δύο κύρια / δύο μπύρες το bib ήταν αλμυρό με 130 λίρες ( 150€) και το Gourmand ανάλογα μιας μετριότατης ταβέρνας που στην Ελλάδα δεν θα ζητούσε πάνω από 45€ (το Οικείο στο Κολωνάκι με 50€ είναι μακράν καλύτερο). Ας πάμε όμως σε ένα άλλο παράδειγμα. Το Rules είναι το παλαιότερο εν λειτουργία εστιατόριο του Λονδίνου (200 ετών +). Προφανώς είναι ένα καλό δείγμα για το τι σημαίνει παραδοσιακή Αγγλική κουζίνα που νόστιμη είναι κλπ. Μεταξύ μας δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα ισχυριστεί ότι το φαγητό του Rules είναι καλύτερο από αυτό που τρως στις Μαγικές Κατσαρόλες ή στο Χαρούπι ή στον Κούβελο. Ειδικά όταν για τα δύο άτομα ο λογαριασμός ξεπερνάει τα 180€. Τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα στο Sketch. Μπορεί στο Library να λειτουργεί ο Gagnaire (δυστυχώς δεν υπήρχε τραπέζι) και να αξίζει τα τρία αστέρια. Αυτό όμως επιβάλλει και στο (σαφέστατα) υποδεέστερο Gallery που απαιτεί περίπου 200€ το άτομο να προσφέρει κάτι ανάλογο με αυτό που μας προσφέρει ένα καλό αθηναϊκό εστιατόριο των 100€/ άτομο. Θα αφήσω κατά μέρος την Darroze την οποία γνωρίζω από το οικογενειακό εστιατόριο τους στο Bordeaux και η οποία μου έδωσε αυτό που περίμενα και με το ανάλογο τίμημα και θα κλείσω με το Pollen Street Social του πολυσυζητημένου στην Μύκονο Atherton. Οποίος έκανε τον κόπο να διαβάσει τις πλήρεις σιέλου αναφορές για το «μαγαζί» της Μυκόνου, θα έμενε με την εντύπωση ότι του αξίζει τουλάχιστον ο τίτλος του Messi της μαγειρικής. Αμ δε. 500€ δύο άτομα για ένα φαγητό που λίγο έλειψε να το αφήσω στην άκρη και να φύγω θυμωμένος.
Δίπλα σε αυτές τις περιγραφές υπάρχουν και δύο φορές τόσες που επιβεβαιώνουν τις πρώτες. Φυσικά δεν ήταν όλα μαύρα. Είχα και ενδιαφέρουσες γευστικά στιγμές αλλά η σχέση ποιότητας/ τιμής (αλλά και μόνο της ποιότητας σε πολλές περιπτώσεις) ουδεμία σχέση με την Ελλάδα, τον Ευαγγέλου, τον Metayer, τον Κυριάκη ή τον Τσιοτίνη. Ίσως κάποιοι νομίζουν ότι με έπιασε εθνικό παραλήρημα. Σαφώς γνωρίζω ότι το Λονδίνο, το Παρίσι, η Ρώμη κλπ έχουν περισσότερα καλά εστιατόρια από την Αθήνα, καθώς και σεφ ενίοτε καλύτερους από τους δικούς μας. Όμως αυτό έχει τις ρίζες του σε κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία τα οποία λείπουν από την Ελλάδα. Επι πλέον αυτά τα εξαιρετικά εστιατόρια απευθύνονται σε άτομα με πολύ ψηλότερα εισοδήματα από τα 1200-1300€ ενός μέσου Έλληνα. Εκεί όμως που υπερτερούμε με συντριπτικό τρόπο είναι ο πλούτος και η νοστιμιά της παραδοσιακής μας κουζίνας που πολλοί σύγχρονοι νεαροί chef αντιμετωπίζουν σχεδόν με περιφρόνηση και επιδίδονται στην αντιγραφή ή στην κακή απομίμηση συνταγών ή χρήσης πρώτων υλών κατ’ εικόνα μεγάλων σεφ ξεχνώντας ότι τα «μεταξωτά… θέλουν…». Όμως η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει πολλά (και σε οικονομικό επίπεδο) από αυτό το τεράστιο εθνικό κεφάλαιο που λέγεται Ελληνική Κουζίνα. Αν θέλετε απόδειξη, πηγαίνετε στο Salonica (Makedonia Palace) και δοκιμάστε το φαγητό του Σωτήρη Ευαγγέλου. Θα καταλάβετε. Όμως εδώ αρχίζουμε να ξεφεύγουμε και το κεφάλαιο που ανοίγεται απαιτεί μια άλλη ανάλυση και τοποθετήσεις που ξεφεύγουν από το αντικείμενο του παρόντος.