Αυτοπροσδιορίζεται ως «Οινομαγειρείο», αλλά ο τίτλος του σίγουρα δεν το χαρακτηρίζει και σίγουρα δεν είναι αυτό που θα περιμέναμε.
Το «Στου Λου» είναι ένα εστιατόριο με ένα υπόγειο κελάρι που αριθμεί γύρω στις 300 ετικέτες από τον ελληνικό και διεθνή αμπελώνα. Ανάμεσά τους, κάποια σπάνια κρασιά από την προσωπική συλλογή του ιδιοκτήτη, Αλέξη Λουμιώτη. Όσο για την κουζίνα του, καθαρά ελληνική και στηριζόμενη στην καλή πρώτη ύλη από παραγωγούς της χώρας μας.
Είναι σπάνιο να σε κερδίζει ένας χώρος από τη στιγμή που θα μπεις σε αυτόν και αυτό το πετυχαίνουν «Στου Λου». Είναι η αύρα που μεταδίδει ο Αλέξης Λουμιώτης, που σε υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο και σε κερδίζει με την ευγένειά του. Είναι ο άνθρωπος που λείπει από την εστιατοριακή σκηνή της πόλης. Η εγγύτητα που προσφέρει σπανίζει στις μέρες μας και ξεχωρίζεις αμέσως ότι δεν είναι προσποιητή.
Το κοντέρ έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στον χώρο της εστίασης και σε πολλά πόστα για τον Αλέξη Λουμιώτη. Με σπουδές marketing & management στο Σικάγο και στη συνέχεια ένα γύρο στη Λατινική Αμερική με εμπειρία σε κουζίνες διαφόρων εστιατορίων, ανάμεσά τους τα Astrid y Gastón και La Mar στο Περού, αλλά δεν ήταν λίγα και αυτά που δούλεψε στη σάλα τους. Στον χώρο της ελληνικής εστίασης, σίγουρα κάποιοι τον θυμάστε ως manager στο Vezene, αφού για πολλά χρόνια ήταν στη σάλα του εστιατορίου. Η αναφορά στο πρόσωπό του για μένα επιβαλλόταν πριν την παρουσίαση του εστιατορίου, καθώς ο Αλέξης Λουμιώτης είναι persona και ο ιθύνοντας νους πίσω από το νέο αυτό project.
Το «Στου Λου» στήθηκε επί της Κωνσταντινουπόλεως, πλάι στις γραμμές του τρένου.
Μεγάλες φωτεινές τζαμαρίες, σου αφήνουν το πεδίο ελεύθερο να χαζεύεις από το τραπέζι σου τα τρένα να περνούν… Από τα ηχεία ακούγονται παλιά ελληνικά, ένα flash back στις δεκαετίες ’60, ’70. Για μένα γνωστά και αγαπημένα. Η μελωδική φωνή της Τζένης Βάνου από τα ηχεία σε ταξιδεύει. Είναι τα ακούσματα, με τα οποία μεγάλωσε ο ιδιοκτήτης… τα ίδια ακούσματα που έχουμε πολλοί από μας…
Ο χώρος είναι minimal και οι χρωματικοί τόνοι που κυριαρχούν είναι του σκούρου καφέ. Από τα τραπέζια και τις καρέκλες ως τα φωτιστικά, τα οποία είναι φτιαγμένα από φιάλες σαμπάνιας και παλιά κομμένα κρασοβάρελα, όλα υποδηλώνουν πόσο αγαπά ο ιδιοκτήτης το κρασί. Και σ’αυτόν τον πρώτο δικό του χώρο, φρόντισε να βάλει πινελιές που διατυμπανίζουν πόσο εστιάζει στο κρασί.
Στην ανοιχτή κουζίνα, παρακολουθώ τον chef Γιάννη Γαλανόπουλο να καθοδηγεί τη μπριγάδα του, ώστε τα πιάτα να βγαίνουν στο πάσο φροντισμένα στην παραμικρή λεπτομέρεια. Γίνεται σοβαρή δουλειά στην κουζίνα με την επίβλεψη και την καθοδήγηση του Αλέξη Λουμιώτη. Όσον αφορά στο μενού, γεύσεις σπιτικές και γνώριμες, βασισμένες στην εποχικότητα και την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα με κάποια σύγχρονα twists. O chef χρησιμοποιεί τοπικά προϊόντα και με κάποιες ιδιαίτερες πινελιές, τους δίνει το κάτι παραπάνω. Το concept είναι «to share», έτσι εκτός των πιάτων που σερβίρονται σε κανονικές μερίδες, κάποια βγαίνουν και σε μισές, για περισσότερη ευελιξία.
Ένα μικρό μενού 15 πιάτων που «μυρίζει» Ελλάδα και κινείται ανάμεσα σε θαλασσινά και κρεατικά και μάλιστα, κάποια από αυτά αναφέρονται με το αρχαίο ελληνικό όνομα των υλικών τους, όπως π.χ. ο πετεινός είναι καταγεγραμμένος ως «αλέκτωρ» και το κουνέλι ως «κόνικλος». Ευτυχώς, η κλίση μου στη φιλολογία και η τρίτη δέσμη ως επιλογή βοήθησαν.
Η εισαγωγή με ένα τραγανό ροδίτικο λαδοπιτάκι, αλειμμένο με ταραμά, που πάνω του «καθόταν» ένα tartare τόνου σωστά κομμένο, γαρνιρισμένο με καπνιστό μπρικ από τη Λακωνία, μας έβαλε στο κλίμα για τη συνέχεια που θα ακολουθούσε… Δοκιμάσαμε αρκετά πιάτα, αλλά θα εστιάσω σε αυτά που ξεχώρισα. Ο λαχανοντολμάς με φρέσκια ελληνική γάμπαρη και πλιγούρι είναι ένα «ποίημα», σερβιρισμένος με ένα ισορροπημένο αυγολέμονο και γαρνιρισμένος με τρίμμα αυγοτάραχο. Η τραχανόπιτα με σπανάκι, σφακιανή γραβιέρα, κρέμα φρέσκου ανθότυρου και φέτα είναι ένα πιάτο που «φωνάζει» Ελλάδα.
Τα δυο επόμενα πιάτα ξεχωρίζουν και έχουν την ιδιαιτερότητα ότι μπορείς να χαρακτηρίσεις τα υλικά τους ασύνδετα, καθώς ο chef στο ίδιο πιάτο κάνει δυο διαφορετικές παρασκευές και τις παντρεύει με πολύ εύστοχο τρόπο! Το ένα είναι οι φρέσκες ελληνικές καραβίδες στη γκρίλα με μανέστρα. Η καραβίδα ψήνεται στο γκριλ και έρχεται ζουμερή και ελαφρώς καψαλισμένη, πάνω σε μια μανέστρα, που έρχεται σωστά χυλωμένη με φρέσκια τομάτα (ελάχιστα μαγειρεμένη) και αρωματισμένη με βασιλικό.
Το ίδιο συμβαίνει και με το αρνί φρικασέ. Τα ελληνικά παϊδάκια στα κάρβουνα (μπορώ να πω από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει) έρχονται σωστά ψημένα με μια σάλτσα αρνιού γλασαρισμένη, που απογειώνει τη γεύση τους και συνοδεύονται με σπανάκι και σέσκουλα φρικασέ στο ίδιο πιάτο. Από τα signature dishes του εστιατορίου – και τα δύο αυτά πιάτα – και θα σας πρότεινα να μην τα χάσετε.
Το επιδόρπιο, μια γαλατόπιτα με κρέμα κανέλας και παγωτό μπαχαρικών είναι μια παιδική μνήμη του chef – όπως μας είπε ο ίδιος, ο Γιάννης Γαλανόπουλος – από τη γιαγιά του, όταν παιδί ακόμη τη θυμάται να την ετοιμάζει και να γεμίζει το σπίτι μυρωδιές από τα υλικά του γλυκού. Την έχει εξελίξει και πραγματικά είναι ένα επιδόρπιο που ξεχωρίζει.
Με κάθε πιάτο μας, ο Αλέξης φρόντιζε να έχουμε το σωστό wine pairing με κρασιά Ελλήνων οινοποιών. Η βραδιά μας έκλεισε με επίσκεψη στο υπόγειο κελάρι του εστιατορίου, όπου ο Αλέξης Λουμιώτης μάς ξενάγησε, πολύ περήφανος για τα «διαμάντια» της προσωπικής του συλλογής. Στον χώρο υπάρχουν πολλές ετικέτες, που μπορείτε να προμηθευθείτε για το σπίτι, σε τιμές κάβας.
Για μένα το «Στου Λου» είναι ένα εστιατόριο που κάνει τη διαφορά, δεν ακολουθεί την πεπατημένη και σίγουρα δεν είναι ένα από τα πολλά! Ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από το εγχείρημα και η εμπειρία του στην εστίαση, καθώς και το μεράκι γι’ αυτό που κάνει, ανεβάζουν τον πήχη.
Θα ξαναπάω σύντομα, τώρα που ανοίγει ο καιρός, να κάτσω στον εξωτερικό χώρο, μια προφυλαγμένη αυλή σε μια γειτονιά που, αν αφήσεις το βλέμμα σου, μπορεί να δεις σε μικρή απόσταση λίγα κεραμίδια παλιών σπιτιών και κάποια λουλούδια σε γλάστρες στα παράθυρά τους.