Η βαρύνουσα σημασία της ανθρώπινης επαφής και η θεραπευτική αξία της συγχώρεσης σε μια σπουδαία θεατρική παράσταση που συγκινεί με την απλότητά της.
Το Κάθε Πέμπτη Κύριε Γκριν (original τίτλος Visiting Mr Green), δημιούργημα του Τζεφ Μπάρον από το μακρινό πλέον 1997 δεν είναι ένα συνηθισμένο θεατρικό έργο, τουλάχιστον αν η έως τώρα πορεία του δεν συνιστά ήδη τρανταχτή απόδειξη της ιδιαίτερης δημοφιλίας του. Εχει ήδη παρουσιαστεί σε 45 αμερικανικές πολιτείες και 52 χώρες, κατακτώντας το αξιοσημείωτο ρεκόρ των 600 διαφορετικών παραγωγών επί σκηνής. Στη γλώσσα μας αποδόθηκε πρώτη φορά το 2008 με τους Γιώργο Μιχαλακόπουλο και Γεράσιμο Σκιαδαρέση να δίνουν σάρκα και οστά στους περίπλοκους, βαθιά ατελείς χαρακτήρες του Μπάρον, ενώ στη δεύτερη, ελαφρώς φρεσκαρισμένη εκδοχή του, τα ηνία αναλαμβάνουν οι Γιώργος Κωνσταντίνου και Αποστόλης Τότσικας.
Ψυχή του έργου η αλληλεπίδραση δυο εντελώς διαφορετικών χαρακτήρων, που αναγκάζονται να συνυπάρξουν για λίγες ώρες κάθε εβδομάδα. Η αρχική απροθυμία μεταξύ των δυο αντρών, που φαίνεται να τους χωρίζει ένα ογκώδες ηλικιακό και συναισθηματικό χάσμα, παραδίδει τη θέση της σε μια βαθιά φιλία, ωδή στις δεύτερες ευκαιρίες, ανεξαρτήτως προκαθορισμένων ιδεοληψιών και πυρηνικών πεποιθήσεων. Στο επίκεντρο της ιστορίας ο κύριος Γκριν, έναν ηλικιωμένος, μοναχικός άνδρας που, έχοντας μείνει χήρος από την πολυαγαπημένη του σύντροφο, ζει μόνος σε ένα καταθλιπτικό, αφρόντιστο διαμέρισμα κάπου στο Μανχάτταν, και ο νεαρός Ρος Γκάρντινερ, που υποχρεούται από τις κοινωνικές υπηρεσίες να τον επισκέπτεται εβδομαδιαίως μετά από ένα, ευτυχώς ανώδυνο, αυτοκινητιστικό ατύχημα. Καθώς οι δυο τους συναντώνται κάθε 7 ημέρες, αποκαλύπτονται μυστικά, αλήθειες και κρυφές πτυχές της ζωής τους, που τους αναγκάζουν να επανεξετάσουν, και τελικά να αναδιαμορφώσουν τις απόψεις τους για τη ζωή, την οικογένεια και τις σχέσεις. Μπορεί το τραυματικό παρελθόν να δώσει τη θέση του σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον; Η αισιόδοξη λογική του ποτέ δεν είναι αργά, έχει πρακτική εφαρμογή σε πραγματικές συνθήκες ή είναι απλά ένας αφελής, ρομαντικός ευφημισμός;
Σκηνοθετικά, η αλληλεπίδραση των δύο ηθοποιών βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Η μικρή, αληθοφανής σαλοκουζίνα του κυρίου Γκριν, όπου λαμβάνει χώρα η «δράση», αποδίδεται με αυθεντικότητα και ζεστασιά, προσδίδοντας την απαραίτητη οικειότητα για τον θεατή, που νιώθει σαν να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με τους χαρακτήρες. Το κείμενο έχει αναπροσαρμοστεί με τα χρόνια, από τον ίδιο τον συγγραφέα, για να ανταποκρίνεται περισσότερο στις συνθήκες της εποχής. Για παράδειγμα στην αρχική εκδοχή του ‘98, ο νεαρός Ρος δεν διέθετε κινητό τηλέφωνο και επειδή το σταθερό του κυρίου Γκριν ήταν κομμένο, δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Αποφεύγοντας να δώσουμε σπόιλερς, θα πούμε απλώς ότι ο Μπάρον αποφάσισε να φρεσκάρει δραματουργικά την υπόθεση, ώστε τόσο η πλοκή όσο και κάποιες απόψεις των χαρακτήρων να είναι περισσότερο συντονισμένες με την εποχή μας.
Οι δυο ηθοποιοί, που μονοπωλούν και τον χρόνο στη σκηνή, παραδίδουν θαυμάσια λεπτοδουλεμένες ερμηνείες, κινούμενοι αρμονικά ανάμεσα σε έντονα φορτισμένο αρνητικό συναίσθημα και αναγκαία κωμική λύτρωση, πάντα στο σωστό τάιμινγκ. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, σαφώς ένα τεράστιο κεφάλαιο της εγχώριας υποκριτικής τέχνης, αεικίνητος στα 90 του χρόνια, παραμένει μια απόλαυση να τον παρακολουθείς πάνω στη σκηνή, ακόμα και ενόσω υποδύεται έναν οριακά αντιπαθή χαρακτήρα, αποδίδοντας όμως με συγκινητική ευαισθησία την απομόνωση και τις εσωτερικές συγκρούσεις του. Ο Αποστόλης Τότσικας ως Ρος, κουβαλάει ακούραστο δυναμισμό, φέρνοντας στη σκηνή νεανικό παλμό και νότες αισιοδοξίας που ισορροπούν το βάρος του δράματος. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ηθοποιών είναι και η καρδιά της παράστασης, που ισορροπεί μεταξύ κωμωδίας και δράματος χωρίς να χάνει ποτέ την αίσθηση του μέτρου.
Το Κάθε Πέμπτη Κύριε Γκριν πραγματεύεται καίρια ζητήματα, όπως η μοναξιά, οι οικογενειακοί δεσμοί, οι πολιτισμικές προκαταλήψεις και η αποδοχή της διαφορετικότητας, εστιάζοντας στο μήνυμα της συμφιλίωσης και της συγχώρεσης, και αγγίζει την καρδιά του θεατή χωρίς να γίνεται διδακτικό. Πρόκειται για μια περίτρανη απόδειξη της δύναμης του θεάτρου να μας φέρνει αντιμέτωπους με πιθανά τυφλά μας σημεία, και να μας καλεί να δούμε τον κόσμο μέσα από τη ματιά των άλλων.