Όταν οι αναμνήσεις από το καφενείο του παππού συναντούν το σύγχρονο Παγκράτι
Όσοι από εμάς βρίσκονται ακόμη στο κλεινόν άστυ, δεν μπορούν παρά να ζηλεύουν εκείνους που απολαμβάνουν την άνεση μιας παραθαλάσσιας ξαπλώστρας — αλλά και εκείνους που δροσίζονται σε ένα ορεινό καφενείο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που πάντα στα καφενεία καταλήγουμε στις διακοπές μας, αναζητώντας μια αυθεντική, γνήσια εμπειρία.
Αναπολώ τα παιδικά μου καλοκαίρια στο χωριό, τότε που ο παππούς «ζούσε και βασίλευε» στο μοναδικό καφενείο του «εξωτικού» Πατιόπουλου Αιτωλοακαρνανίας. Η μυρωδιά του ελληνικού καφέ στη χόβολη, η αίσθηση της πολυχρησιμοποιημένης τράπουλας για κολτσίνα και το άρωμα από το τσίπουρο που άφηνε σημάδια στα ξύλινα τραπέζια, είναι ακόμα ζωντανές στη μνήμη μου. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον παππού να στέκεται περήφανος στο κατώφλι, να μου προσφέρει γαριδάκια και αναψυκτικό (κάπου στο 1990, τα καφενεία του χωριού είχαν σνακ και για παιδιά!), προτού με διώξει διακριτικά, για να μη συμμεριστώ κουτσομπολιά και ανδρικές κουβέντες.
Κάθε τέτοια εποχή οι μνήμες εκείνων των καλοκαιριών ζωντανεύουν. Κι αν πια έχω μεγαλώσει και οι υποχρεώσεις με κρατούν στην Αθήνα, η ανάγκη για εκείνη τη γνώριμη αίσθηση παραμένει — μια αυλή καφενείου, μια κληματαριά, κάτι τέτοιο. Ξέρω πως πολλά από τα καφενεία της πόλης έχουν έναν «χιπστερικό» αέρα, αλλά αν ψάξεις λίγο παραπάνω, θα βρεις γωνιές αρκετά παραδοσιακές.
Στο Παγκράτι, απέναντι από το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, βρίσκεται το ιστορικό καφενείο «Το Λούβρον». Μπαίνοντας εκεί, νιώθεις πως ο χρόνος σταματά — κάπου στη δεκαετία του ’40. Νεανικό κοινό και τουρίστες της περιοχής απολαμβάνουν από νωρίς καφέ και αναψυκτικά, πιάτα πρωινού ή brunch, συνεχίζουν με ένα ελαφρύ μεσημεριανό ή κλείνουν τη μέρα με παρέες, κοκτέιλ, παγωμένες μπύρες και μεζέδες. Η αυλή θυμίζει καφενείο σε πολυσύχναστη επαρχία, ενώ ο εσωτερικός χώρος παραπέμπει σε παραδοσιακό καφενείο — έστω και με κάποια ανανέωση.
Το Λούβρον τα έχει όλα: χαλαρή ατμόσφαιρα, φιλικό σέρβις, αισθητική, ποιοτικά πιάτα και, κυρίως, καλές τιμές. Όποια εποχή κι αν το επισκεφτείς, θα νιώσεις μια γλυκιά νοσταλγία για την παράδοση και θα ξεφύγεις, έστω και λίγο, από το άγχος της καθημερινότητας.
Όσο για το μενού, είχαμε διάθεση για κάτι ελαφρύ — στη φάση «τσίμπι-τσίμπι». Επιλέξαμε τέσσερα πιάτα, αν και θα μπορούσαμε εύκολα και περισσότερα, μιας και η ποιότητα των γεύσεων προδίδει την παρουσία ικανού μάγειρα στην κουζίνα. Μου άρεσε πολύ το σαγανάκι γραβιέρας Νάξου με κομμάτια γλυκού καρπουζιού: τραγανή κρούστα και δροσερή, γλυκιά επίγευση από το φρούτο. Το μοσχαρίσιο κεμπάπ ήταν επίσης εξαιρετικό — ζουμερό, σωστά ψημένο και επαρκές για δύο άτομα.
Επιλέγω να επιστρέφω συχνά στο καφενείο “Το Λούβρον”. Είναι, άλλωστε, και λίγο «γαστροκαφενές». Πάντα όμως φεύγω πριν τις 9μμ, γιατί, παρότι είναι ένας χώρος φιλόξενος για όλους, τότε αλλάζει χαρακτήρα — γίνεται πιο έντονα εναλλακτικός, με άλλη ενέργεια.