Είτε μας αρέσει το tweed είτε όχι, καμία γυναίκα δε θα μπορούσε να αντισταθεί στο απόλυτο σακάκι, στην επιτομή της κομψότητας και του απαράμιλλου parisian style. Και μιλάω για το προφανές. Για το tweed κοστούμι του οίκου Chanel, που δεν έχει χάσει την αίγλη του για περισσότερες από έξι δεκαετίες. Ας δούμε όμως λίγο την ιστορία πίσω από τον μύθο.
Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ, είναι ίσως η πιο επιδραστική γυναίκα στη μόδα του 20ο αιώνα. Ανεξάρτητη και αντισυμβατική στη προσωπική της ζωή, έσπασε όσο καμία τα ενδυματολογικά στερεότυπα. Ξεκίνησε τη καριέρα της, σχεδιάζοντας μινιμαλιστικά καπέλα, πρωτοποριακά για την εποχή, που αμέσως τράβηξαν τη προσοχή. Η σύντομη πορεία της ως τραγουδίστρια στα φημισμένα καμπαρέ του Παρισίου, της χάρισε το χαϊδευτικό «Coco», αλλά κυρίως τη γνωριμία της με την υψηλή κοινωνία. Ο αριστοκράτης Άρθουρ “Μπόι” Κέιπελ, με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά, ήταν αυτός που χρηματοδότησε τη πρώτη της μπουτίκ. Η Coco ήθελε να απελευθερώσει τις γυναίκες από τους ασφυκτικούς κορσέδες και τα άβολα φορέματα της belle époque και ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος της έδωσε την ευκαιρία. Με τις γυναίκες πλέον στη παραγωγή, το ζητούμενο ήταν η άνεση. Υπήρξε ιδιαίτερα καινοτόμα, σχεδιάζοντας ρούχα πολυτελή αλλά casual, ραμμένα από το «ταπεινό» jersey, υλικό που μέχρι τότε χρησιμοποιούταν για ανδρικά εσώρουχα. Με τα εγκαίνια του οίκου Chanel το 1918, στο κτήριο της οδού Cambon 31, η Coco εδραιώθηκε ως σχεδιάστρια υψηλής ραπτικής με το ανατρεπτικό της στιλ και την αβίαστη πολυτέλεια των ρούχων της. Little black dress, Chanel no 5, μπλούζα μαρινιέρα, γυναικεία μαγιό και η λίστα συνεχίζεται. Αυτό όμως που αποτέλεσε τομή στη παγκόσμια μόδα είναι το γυναικείο ταγιέρ, εμπνευσμένο από το ανδρικό sportswear των Άγγλων αριστοκρατών και κυρίως του τότε συντρόφου της δούκα του Westminster. Δεν είναι κρυφό άλλωστε, ότι η ίδια συχνά προσάρμοζε τα ρούχα των εραστών της πάνω της. Ο χρόνος που πέρασε μαζί του στη Σκωτία, ήταν και ο λόγος που ήρθε σε επαφή με το tweed. Ένα υλικό που θα άλλαζε την ιστορία της μόδας για πάντα.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο νεοεισερχόμενος Christian Dior εισήγαγε το «New Look». Μακριές φούστες σε άλφα γραμμή και πολύ στενή μέση, επανέφεραν το ultra feminine στιλ στις γυναίκες. Τότε ήταν που η Chanel, στα 73 της χρόνια, λάνσαρε το tweed suit, ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και iconic fashion κομμάτια. Ευθείες αυστηρές γραμμές, ανοιχτός λαιμός δίχως ασφυκτικό κολάρο, μανίκια που εφάρμοζαν στο χέρι με απουσία βάτας στους ώμους, επέτρεπαν την ελευθερία στις κινήσεις. Σχεδόν boxy, το σακάκι δεν είχε περιττές ραφές πλην της χαρακτηριστικής κάθετης στο πίσω μέρος. Τις τέσσερεις τσέπες και τα τελειώματα ολοκλήρωνε το χαρακτηριστικό στρίφωμα. Μια ακόμα λεπτομέρεια που έκανε τη διαφορά, ήταν τα σχεδόν σα κόσμημα κουμπιά με το σήμα του οίκου. Και φυσικά το σακάκι αγκάλιαζε άψογα το γυναικείο σώμα παραμένοντας στη θέση του, λόγω της λεπτής ραμμένης αλυσίδας στο εσωτερικό του. Το σύνολο ολοκληρωνόταν με κομψή φούστα σε ευθεία γραμμή, με την απουσία στενής και άβολης ζώνης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το ταγιέρ αγαπήθηκε από τις σύγχρονες γυναίκες, αφού συμβόλιζε το γυναικείο empowerment καταρρίπτοντας τα υπερβολικά θηλυκά πρότυπα της εποχής. Ένα ολοκληρωμένο κλασικό ταγιέρ, κατάφερε να γίνει συνώνυμο της υψηλής ραπτικής. Η Coco επαναπροσδιόρισε τη θηλυκότητα βάζοντας στο παιχνίδι την elegant απλότητα. Briggite Bardot, Elizabeth Taylor, Jackie Kennedy, αλλά και η πριγκίπισσα Νταιάνα, είναι μόνο λίγες από τις προσωπικότητες που το επέλεξαν στις εμφανίσεις τους.
Για αρκετές δεκαετίες το εμβληματικό κομμάτι του οίκου Chanel έμεινε σχεδόν αμετάβλητο. Αυτό επρόκειτο να αλλάξει, όταν το 1983 τα ηνία ανέλαβε ο Karl Lagerfeld φέρνοντάς το στο σήμερα. Σεβόμενος την ποιότητα και το αρχικό σχέδιο, πειραματίστηκε με νέα υλικά, όπως δέρμα, denim και lurex. Το ανανέωσε «παίζοντας» με τους όγκους και τα μήκη δίνοντας μια πιο νεανική και sexy διάσταση, προσαρμοσμένη στο πρότυπο της γυναίκας των τελευταίων δεκαετιών του 21ου αιώνα. Έντονο αποτύπωμα στον κόσμο της μόδας, άφησε η ready to wear κολεξιόν του για την Άνοιξη/Καλοκαίρι του 1995, στην οποία το iconic jacket πρωταγωνίστησε στη μοντέρνα εκδοχή του, διατηρώντας το κλασικό του στοιχείο. Μάλιστα ήταν ο ίδιος ο Lagerfeld που φωτογράφησε τη καμπάνια. Μετά τον θάνατο του το 2019, τον διαδέχτηκε η επί σειρά ετών βοηθός του Virginie Viard, που μέχρι σήμερα παραμένει art director του οίκου, ακολουθώντας τα ίχνη του μέντορα της.
Από τη πρώτη του κυκλοφορία το 1954 μέχρι και σήμερα, το Chanel suit φοριέται αδιάλειπτα αντέχοντας στον χρόνο. Σίγουρα αυτό και μόνο αποδεικνύει τη διαχρονικότητα του. Απαραίτητο κομμάτι μιας haute couture γκαρνταρόμπας αλλά και ευγενής πόθος κάθε fashion awarded γυναίκας, δε θα σταματήσει ποτέ να έχει μια ιδιαίτερη θέση στη καρδιά μας.
Όπως άλλωστε είχε δηλώσει η Coco Chanel: «Luxury must be comfortable, otherwise it is not luxury.»