Ο «Αξώτης» είναι ένα συνοικιακό ταβερνάκι εκτός πιάτσας από κείνα τα παλιά… με τα βαρέλια του (άδεια πια να κοσμούν τις ξύλινες προθήκες, ως το ταβάνι της ταβέρνας)… με την ιστορία του (ξεκίνησε το 1956) που συνεχίζει η τρίτη γενιά πλέον και προσπαθεί να κρατήσει την ίδια ποιότητα ακόμη και σήμερα.
Σε μια γειτονιά στο Πολύγωνο (παλιά λεγόταν Τουρκοβούνια), μια ταβέρνα-μνημείο που πάει από γενιά σε γενιά, αντιστέκεται στον χρόνο και προσελκύει κόσμο από κάθε γωνιά της Αττικής.
Το εσωτερικό, λες και δεν το έχει αγγίξει ο χρόνος… Τα παλιά βαρέλια είναι σε σειρές και, παρόλο που πλέον είναι χωρίς περιεχόμενο, νομίζεις ότι θα βγει ο κος Νίκος από την κουζίνα να γεμίσει το καρτούτσο και να το φέρει στο τραπέζι με τα κοντά ποτηράκια για το κρασί. Τους τοίχους κοσμούν παλιές φωτογραφίες του παππού και της γιαγιάς, γελοιογραφίες με βαρελόφρονες (όπως δημοσιεύονταν κάποτε στο περιοδικό Ρομάντζο) και από κάποιο σημείο της οροφής, κρέμονται μαριονέτες καλλιτεχνών της εποχής, φτιαγμένες από Σαντορινιό δεξιοτέχνη του είδους. Σε μια από τις φωτογραφίες, θα δεις τους οικοδόμους φίλους του παππού (οικοδόμος και ο ίδιος) να σπάνε την πέτρα και να σκάβουν το βουνό, ώστε να στηθεί το τωρινό μαγαζί, που ως τότε δεν υπήρχε. Όλοι μαζεύονταν στην αυλή του παππού με κρασί από το υπόγειο και γίδα βραστή που ετοιμαζόταν σε έναν τενεκέ λαδιού.
Πριν χτιστεί η ταβέρνα, ήταν μια παράγκα, όπου ο παππούς πουλούσε κρασί, οι πελάτες έφερναν μαζί τους λίγες ελιές και έψηναν και καμία ρέγγα στην εφημερίδα για να συνοδεύσουν το γιοματάρι. Σε ένα σημείο, πάνω από το ανοξείδωτο ψυγείο, κρέμονται τα εργαλεία των βαρελοποιών της εποχής. Ένας τέτοιος τεχνίτης ήταν φίλος του παππού Νικόλα και σύχναζε μέχρι πρότινος στο μαγαζί, καθώς είχε πολλές μνήμες εκεί. Ως παλιό στέκι οικοδόμων, το μαγαζί έχει διατηρήσει πολλά αντικείμενα εκείνης της εποχής. Κάποια από τα τραπέζια είναι τόσο παλιά, που αν σηκώσεις το κόκκινο καρό τραπεζομάντηλο, μπορείς από κάτω να διακρίνεις τις χαρακιές που έχουν μείνει, από την εποχή που οι θαμώνες έκοβαν κατευθείαν πάνω στο ξύλο κρεμμύδια και λεμόνια που είχαν μαζί τους, ξεκινώντας το πρωί για το μεροκάματο.
Σήμερα την ταβέρνα τη δουλεύει η τρίτη γενιά Βάσιλα – ο Νίκος, εγγονός του πρώτου ιδιοκτήτη, Νικολάου Βάσιλα από τη Νάξο, που μαζί με τη γυναίκα του την Εύη, ετοιμάζουν όσα σερβίρονται στα τραπέζια από τον γιο τους, τον Αντώνη.
Το χιτ του μαγαζιού είναι τα παϊδάκια! Και καθόλου άδικα, καθώς τη βραδιά που το επισκεφθήκαμε, γευτήκαμε αρνίσια παϊδάκια γάλακτος (έχω καιρό να φάω τόσο καλό και ζουμερό παϊδάκι από μικρό ζώο) και παϊδάκια προβατίνας, που επίσης αξίζει να δοκιμάσετε. Ο κρεοπώλης τους, τούς προμηθεύει και με ένα εξαιρετικό λουκάνικο (μοσχάρι και πρόβειο ανάμεικτο) που είναι πεντανόστιμο. Και βέβαια οι χρυσαφένιες τηγανητές πατάτες, κομμένες στο χέρι, έρχονται σε πλούσια μερίδα και είναι πειρασμός. Το τζατζίκι τους χειροποίητο και ελαφρύ και η φάβα τους με μπόλικο κρεμμύδι. Θα την προτιμούσα ζεστή, αλλά αυτό είναι πταίσμα. Το μπιφτέκι τους είναι αφράτο και σπιτικό με μπόλικο μαϊντανό. Ο μπακαλιάρος τους είναι από ολόκληρο το ψάρι (όπως παλιά) κι όχι από φιλέτα ξαλμυρισμένα, και η κρούστα του είναι τραγανή και χρυσαφένια. Πλάι του, μια βελούδινη σκορδαλιά, από πατάτα.|
Στο τέλος, μας πρόσφεραν σαραγλάκια από κοντινό ζαχαροπλαστείο, αλλά εγώ θα προτιμούσα να παραμείνουν στο κέρασμα που είχαν πάντα… τον χαλβά του μπακάλη με μπόλικη κανέλα και στυμμένο λεμόνι. Ή ακόμη καλύτερα, θα προτιμούσα έναν ζεστό σιμιγδαλένιο χαλβά από τα χέρια της κας Εύης.
Η βραδιά στον Αξώτη μου έφερε μνήμες από ένα παλιό τραγούδι του Γούναρη, όπου τραγουδούν ο ίδιος και ο Μαρούδας, το «Όμορφή μου Αθήνα»! Είναι ένα από τα τραγούδια που τραγουδούσε ο παππούς σε παρέες, που με κάνουν να νοσταλγώ την εποχή…