Τα δύο τελευταία χρόνια ακούγονται αρκετά σκάνδαλα βιασμοί υπερβολικές χρεώσεις κ.λ.π. για την ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού. Το ερώτημα είναι: μήπως σκοτώνουμε την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά για την οικονομία της χώρας; Σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως είναι λογικό, ξεχωρίζουν οι καλύτεροι. Η διαδικασία αυτής της ανάδειξης εξαρτάται από δύο παραμέτρους: τα κριτήρια και γενικότερα τα στοιχεία που επηρεάζουν και καθοδηγούν τις επιλογές του ευρέος κοινού, και την αναγνώριση ως «καλύτερων» από τους ομοτέχνους τους και από μια (όχι κατ επίφαση) elite η οποία υπερψηφίζει και αναδεικνύει τους άριστους του χώρου. Από τη συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει κανένας, ανεξάρτητα από το χώρο στον οποίο δραστηριοποιείται.
Οφείλουμε μάλιστα να συμπληρώσουμε ότι ιδιαίτερη βαρύτητα σε ό,τι αφορά την τελική γενική κρίση έχει η επιλογή του ευρέος κοινού, η απόφαση του οποίου συχνά επηρεάζεται και καθοδηγείται από παραμέτρους που ουδεμία σχέση έχουν με τον τομέα δραστηριότητας στον οποίο αναφέρεται η επιλογή.
Υποθέτω ότι οι περισσότεροι εξ ημών θα έχετε ήδη αναρωτηθεί προς τι ο μακροσκελής πρόλογος και ποια συνέχεια θα υποστηρίζει. Επιτρέψτε μου λοιπόν να λύσω τη μικρή σας απορία. Προφανώς, όπως συνήθως συμβαίνει με τα γραφόμενα μου, αναφέρομαι στο χώρο της γεύσης. Ειδικότερα μάλιστα, σε ένα συγκεκριμένο γευστικό χώρο, αυτόν της Μυκόνου.
Ως γνωστόν η Μύκονος σε ό,τι αφορά την γευστική πρόταση που κάνει είναι ένα νησί με δύο πρόσωπα. Το πρώτο από αυτά είναι τα πολυάριθμα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων τα οποία δυστυχώς για τους Έλληνες επισκέπτες του νησιού είναι Terra Incognita, καθώς οικονομικά είναι απλησίαστα (πάντα με κάποιες εξαιρέσεις) για τα ατομικά εισοδήματα στη χώρα μας. Το δεύτερο είναι οι χώροι φαγητού (κορεσμού της πείνας θα ήταν ακριβέστερο) που βρίσκονται εκτός ξενοδοχείων τόσο στη Χώρα και στην Άνω Μερά, όσο και διάσπαρτα στις άφθονες παραλίες του νησιού.
Τα πρώτα (τα ξενοδοχειακά εστιατόρια) δεν θα τα σχολιάσω. Άλλωστε σε γενικές γραμμές κάνουν προτάσεις οι οποίες συνήθως ξεπερνούν το μέσο επίπεδο, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν βάλει ψηλά τον πήχη της ποιότητας και δικαιολογημένα. Ας δούμε όμως το δεύτερο πρόσωπο αυτό που αποκάλεσα μόλις χώρους φαγητού. Η αλήθεια είναι ότι η Μύκονος, με το αδιάκοπο πλήθος των επισκεπτών της, δεν θα μπορούσε ποτέ να τους στεγάσει όλους στα πολυτελή τετράστερα και πεντάστερα ξενοδοχεία της, ούτε και να κατευνάσει την πείνα τους μονάχα στα εστιατόρια της. Θα περιμέναμε πάντως, σε ένα τόσο γνωστό και κοσμικό νησί, να συναντήσουμε εικόνες (γευστικές εννοώ) ανάλογες (έστω και με απόσταση) συγκρινόμενες με αυτές από άλλα θέρετρα του ίδιου περίπου τύπου (νησιά, παραθαλάσσια χωριά κλπ).
Το να συγκρίνεις όμως την γευστική πραγματικότητα με αυτή του Capri, της Μαγιόρκας, του Saint Tropez ή του Πορτοφίνο είναι απλά μια ύβρις που απλά επιβεβαιώνει την ανάλογη – με το «κάθε λαός έχει την κυβέρνηση που του αξίζει» – ρήση και να την μεταφέρει προσαρμοσμένη στο χώρο της εστίασης.
Και, καλύτερα λέω, ας μην ακούσω κάποιον να λέει ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το Κάπρι με τη Μύκονο, όταν για τον Αύγουστο του 2024 σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τα έσοδα της Μυκόνου από τον τουρισμό ανήλθαν σε 100 εκατομμύρια euro χωρίς να υπολογίζουμε τα “μαύρα”.
Όσο για το τι προτείνουμε εμείς στον Έλληνα ή τον ξένο επισκέπτη ο όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να πληρώσει το αντίτιμο για ένα δείπνο σε ακριβό εστιατόριο ξενοδοχείου, η εικόνα έχει ως εξής: δεκάδες (ίσως και τριψήφια νούμερα) σαντουιτσάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα, με τιμές κάθε άλλο παρά αμελητέες, ενίοτε δε και εξωφρενικές, κάποιες ταβέρνες διάσπαρτες στο νησί με ελάχιστες νησίδες συμπαθητικού φαγητού (κυρίως στην Άνω Μερά, αλλά όχι μόνο) και ελάχιστα καλά εστιατόρια που δεν «ξυρίζουν» τον πελάτη με λογαριασμούς τριψήφιους και βάλε.
Και που γίνονται όλα αυτά; Στη χώρα που υπερηφανεύεται ότι έχει την αρχαιότερη κουζίνα στη Δύση και ότι έχει δώσει τα φώτα της σε όλες τις εθνικές κουζίνες της Ευρώπης. Την ίδια στιγμή που ποδοπατά ένα οικονομικό αγαθό όπως είναι η ελληνική κουζίνα, και ανεξάρτητα από τα όποια κολακευτικά γράφονται δεξιά και αριστερά, προσβάλει με αυτό τον τρόπο την ελληνική γευστική παράδοση. Για σύγχρονη ελληνική κουζίνα καλύτερα να μη γίνεται λόγος. Αμφιβάλλω μάλιστα αν υπάρχουν πολλοί που ξέρουν τι σημαίνει αυτό.
ΣΗΜ: Και για να μην κατηγορηθούμε ότι είμαστε μονομερείς και ότι τα βλέπουμε όλα μαύρα, σας παραπέμπω στα πρόσφατα δημοσιεύματα του FLAG in life και στην άποψη που έχουμε για αυτή τη σταγόνα στον ωκεανό της Μυκόνου που ακούει στο όνομα καλό φαγητό.