Στο «προαστιακό Κολωνάκι» της Κηφισιάς, μέσα σε ένα αριστοκρατικό και ιστορικό κτίριο, η ποιοτική κουζίνα αποτελεί μια γοητευτική και ασφαλή καθημερινότητα
Το Monzu είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση εστιατορίου το οποίο, παρά την αξιόλογη κουζίνα που προτείνει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χώρου όπου στεγάζεται, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι, δεν απολαμβάνει την αναγνωρισιμότητα και τη φήμη που του αξίζουν.
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, το πρώτο στοιχείο που καθιστά το Monzu δακτυλοδεικτούμενο, αν όχι σχεδόν μοναδικό, είναι ο χώρος του. Είναι πράγματι σπάνιο στη χώρα μας, ένα εστιατόριο να έχει ως βασικό του χαρακτηριστικό την εγκατάστασή του σε ένα νεοκλασικό κτίριο με κύρος και ιστορία.

Για τους διερχόμενους από τη λεωφόρο Κηφισίας, το αριστοκρατικό αυτό κτίσμα, λίγο μετά την πλατεία της Κηφισιάς, τραβά αμέσως το βλέμμα. Αρχιτεκτονικά και αισθητικά ενδιαφέρον, με ιστορία που ξεπερνά τα εκατό χρόνια, υπήρξε περίπτερο ξεκούρασης του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και σταθμός ανάπαυλας της βασιλικής οικογένειας κατά τη διαδρομή από τα Ανάκτορα προς τα βασιλικά κτήματα του Τατοΐου.
Η γοητεία του χώρου εντείνεται στο εσωτερικό, με τις σχετικά μικρές αίθουσες, διαμορφωμένες αισθητικά σύμφωνα με την αστική αντίληψη μιας εποχής όπου η λέξη «αστός» είχε σαφές (και για πολλούς) επιθυμητό περιεχόμενο. Εξίσου ενδιαφέρων είναι και ο κατάφυτος, πράσινος κήπος. Το αποτέλεσμα είναι ένας χώρος πάσης εποχής, ιδανικός για τον πελάτη που δεν αναζητά απλώς ένα πιάτο για να χορτάσει την πείνα του.

Το Monzu, όμως, πέρα από τα παραπάνω, διαθέτει και ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα: την κουζίνα του. Έχει την τύχη να στηρίζεται σε δύο αξιωματούχους της γεύσης. Ο Γιάννης Λιόκας, στον ρόλο του executive chef, και ο chef de cuisine Αδριανός Τριανταφύλλου επιτελούν με απόλυτη επιτυχία – όπως θα διαπιστώσει εύκολα όποιος καθίσει σε ένα από τα τραπέζια του εστιατορίου – το έργο που τους έχει ανατεθεί: να οδηγήσουν το Monzu στα υψηλότερα σκαλοπάτια της επιτυχίας.

Αυτό, όπως είναι φυσικό, έχει άμεσες και ουσιαστικές επιπτώσεις σε ό,τι φτάνει στο τραπέζι του πελάτη. Στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί μια παρατήρηση, την οποία συχνά ο επισκέπτης ενός εστιατορίου, είτε από άγνοια ή συγκυριακά, δεν αντιλαμβάνεται. Είναι σύνηθες να ακούει κανείς αφηγήσεις του τύπου: «στο τάδε εστιατόριο έφαγα μια εξαιρετική γλώσσα saltimbocca και μια άψογα ψημένη ταλιάτα flat iron, αλλά είναι κρίμα που αυτές οι γεύσεις αμαυρώθηκαν από ένα μυλοκόπι απρόσεκτα ψημένο στα κάρβουνα». Η συνοχή και η συνέπεια είναι το ζητούμενο.
Δοκίμασα περισσότερα από έξι ή επτά πιάτα από διαφορετικά σημεία του καταλόγου και μπορώ, μετά λόγου γνώσεως, να πω ότι το σημαντικότερο στοιχείο της κουζίνας του Monzu δεν είναι απλώς η υψηλή γευστική ποιότητα, παρότι αυτή είναι δεδομένη και οδηγεί στις διακρίσεις, αλλά η αξιοσημείωτη σταθερότητα από πιάτο σε πιάτο. Η εμπειρία μου έχει δείξει ότι αυτό είναι που σπανίζει πραγματικά στα εστιατόρια και όχι η ύπαρξη μεμονωμένων καλών πιάτων.

Επειδή ήδη αναφέρθηκα σε συγκεκριμένα παραδείγματα, δεν θεωρώ σκόπιμο να κουράσω με αναλυτικές περιγραφές. Θα περιοριστώ μόνο σε μια επισήμανση: τα fine bites στην αρχή του μενού, παρότι δεν το περίμενα, ήταν εξαιρετικά. Ίσως λίγο αιρετικά, αλλά οπωσδήποτε εξαιρετικά. Μην φύγετε χωρίς να τα δοκιμάσετε.