Μια εκδρομή – αφιέρωμα στη θρησκευτική παράδοση και στο Λιβαδείτικο σουβλάκι
Αν και δεν φημίζομαι για τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις, και κυρίως για όσες αφορούν την Ορθοδοξία, εκτιμώ ιδιαιτέρως την πολιτιστική μας κληρονομιά και τα μνημεία της UNESCO. Με αφορμή μια πρόσφατη επίσκεψή μου στην Ιερά Μονή του Οσίου Λουκά, ένα από τα λαμπρότερα βυζαντινά μνημεία στον κόσμο, συνδύασα τα δύο μου μεγάλα πάθη: την τέχνη και το φαγητό. Κάπως έτσι γράφτηκε αυτό το άρθρο.

Ξεκίνησα ένα πρωί Σαββάτου με την ιδέα της τσίκνας που φέρνει ο αέρας της Λιβαδειάς, μιας πόλης που δεν είχα επισκεφθεί μέχρι σήμερα, καθώς φανταζόμουν τον μπλε ουρανό της να “ανακατεύεται” με τα ντουμάνια των ψητοπωλείων. Πριν φτάσω όμως εκεί, μια φίλη επέμενε να με οδηγήσει πρώτα στην Ιερά Μονή του Οσίου Λουκά, καθαρά για το αρχιτεκτονικό και πολιτιστικό της ενδιαφέρον. Ξεκινήσαμε νωρίς από την Αθήνα, η Λιβαδειά απέχει μόλις 130 χλμ. και από εκεί η Μονή βρίσκεται περίπου 20 λεπτά με το αυτοκίνητο.
Η Μονή του Οσίου Λουκά θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα παραδείγματα μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η αισθητική, τα ψηφιδωτά και η ατμόσφαιρά της την κατατάσσουν, μαζί με τη Μονή Δαφνίου και τη Νέα Μονή Χίου, στα κορυφαία μνημεία της βυζαντινής τέχνης.

Πολλοί που κάνουν θρησκευτικό τουρισμό επιλέγουν τη Μονή τόσο για το καθολικό της όσο και για τον νεότερο Ναό της Παναγίας, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική με την κατάνυξη. Στη Μονή βρίσκεται ο τάφος και το λείψανο του Οσίου Λουκά.
Ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης ζούσε ασκητικά στην περιοχή και ήταν θαυματουργός μοναχός. Γύρω του δημιουργήθηκε μια μοναστική κοινότητα που εξελίχθηκε στο συγκρότημα που γνωρίζουμε σήμερα. Μετά την κοίμησή του, ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος.
Ο παλαιότερος ναός, χτισμένος πάνω στον τάφο του Οσίου, διαθέτει επιβλητική κεντρική αψίδα και μοναδικά ψηφιδωτά, ενώ ο νεότερος ναός της Παναγίας (11ος αιώνας) εντυπωσιάζει με τους τρούλους, τα μάρμαρα και την πλούσια βυζαντινή διακόσμηση.

Η Μονή βρίσκεται πολύ κοντά στη Λιβαδειά, αλλά είναι επίσης εύκολα προσβάσιμη από Αράχωβα, Θήβα και Δελφούς. Προσελκύει τόσο Έλληνες όσο και ξένους επισκέπτες, είτε για την αρχιτεκτονική της είτε για την πνευματικότητά της. Πολλοί, φεύγοντας από τον Όσιο Λουκά, συνεχίζουν τη θρησκευτική τους διαδρομή στους ναούς της Λιβαδειάς.
Εγώ όμως πείνασα, και ανυπομονούσα να δοκιμάσω το διάσημο λιβαδείτικο σουβλάκι.
Φτάνοντας στη Λιβαδειά, περπατήσαμε στην Κρύα για να δω τις περίφημες Πηγές της. Η περιήγησή μου στην πόλη έπρεπε να ξεκινήσει από εκεί: ένα από τα πιο όμορφα φυσικά τοπία της χώρας, με τον ποταμό Έρκυνα να τη διασχίζει.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Έρκυνα ήταν νύμφη και παιδική φίλη της Περσεφόνης. Το σημείο προσφέρεται για περίπατο, ο ήχος από τα τρεχούμενα νερά σε ταξιδεύει, ενώ τα καταστήματα δίπλα στο ποτάμι περιμένουν έτοιμα να σε προσελκύσουν με μεζέδες, μπύρα, σουβλάκια και κοψίδια.
Πρώτη στάση: δύο καλαμάκια στο χέρι από την ταβέρνα «Η Κρύα», μια παραδοσιακή ταβέρνα με τις σούβλες της σε πλήρη δράση, ιδανική για χαλαρό γεύμα. Συνεχίσαμε μασουλώντας προς το Μαντείο του Τροφωνίου, μνημείο μυστηρίου και πνευματικότητας από την αρχαιότητα.

Ακολούθησε μια ακόμη γαστρονομική επίσκεψη στην ταβέρνα «Τα Κοψίδια», διάσημη — όπως λέει και το όνομά της — για τα κοψίδια της.
Οι σούβλες εκεί κάνουν πάρτι, το περιβάλλον είναι παραδοσιακό, με πέτρα και ξύλο, και τα must-try είναι το κοντοσούβλι, η προβατίνα και φυσικά το χωριάτικο λουκάνικο, που αποτυπώνει αυθεντικά τη γεύση της περιοχής.

Η βασική όμως γαστρονομική μου στάση, αφήνοντας τα “στο χέρι”, έγινε στο «1900», σήμα κατατεθέν της ντόπιας καλοφαγίας. Εκεί το χειροποίητο σουβλάκι, το αυθεντικό κεμπάπ και το χοιρινό πανσετάκι κερδίζουν ακόμη και τον λιγότερο μυημένο foodie.
Η ψυχή του μαγαζιού, μου λένε, είναι η Πέγκυ, αλλά και ο σύζυγός της, ο Βασίλης Τουμαράς, βάζει τη δική του πινελιά. Το «1900» λειτουργεί εδώ και 15 χρόνια και είναι… ξαδελφάκι του «1900 Burger», που ήθελα να δοκιμάσω αλλά δεν μου το επέτρεπε το στομάχι μου.

Το περιβάλλον στο «1900» διαφέρει αισθητά από τα άλλα καταστήματα της πόλης. Ο χώρος είναι μοντέρνος, σε δύο επίπεδα: ένα με σκαμπό και ψηλά τραπέζια για πιτόγυρο στο χέρι, και ένα με άνετα τραπεζοκαθίσματα και καναπέδες για πιο άνετο, οικογενειακό ή παρεΐστικο γεύμα.
Χαρακτηριστική φιγούρα είναι ο σβέλτος σερβιτόρος Τζερεμές Βασίλης, που θυμίζει σερβιτόρο παλιάς κοπής: γρήγορος, χιουμορίστας και άψογος στην εξυπηρέτηση, ικανός να κρατά μόνος του μια ολόκληρη σάλα.

Γευστικά, το μενού του «1900» δεν διαφέρει από εκείνο ενός κλασικού σουβλατζίδικου — με τεμάχια, τυλιχτά και μερίδες.
Όμως η πρώτη ύλη είναι εξαιρετική, γι’ αυτό και είναι από τις πρώτες επιλογές των ντόπιων τόσο για delivery όσο και για έξοδο. Αν βρεθείτε στη Λιβαδειά, τιμήστε ιδίως το πανσετάκι.
Η αλήθεια είναι πως το σουβλάκι στη Λιβαδειά δεν θυμίζει σε τίποτα το αθηναϊκό. Η πρώτη ύλη είναι τοπική, το ψήσιμο γίνεται με μαεστρία, το τεμάχιο είναι μεγαλύτερο και σερβίρεται απλό, χωρίς μαρινάδες — συνοδεύεται συνήθως από ψωμάκι και μερικές τηγανητές πατάτες.

Στη Λιβαδειά το σουβλάκι δεν είναι απλά street food, είναι γαστρονομικός πολιτισμός. Και το λουκάνικο της περιοχής, επίσης σήμα κατατεθέν, είναι ζουμερό, αρωματικό και με αυθεντική χωριάτικη γεύση.
Μπορεί να έγραψα πολλά για το Λιβαδείτικο σουβλάκι, αλλά το λουκάνικο είναι το πραγματικά αντιπροσωπευτικό έδεσμα της περιοχής. Μην τσακωθείτε όμως: ό,τι κι αν επιλέξετε, η Λιβαδειά θα είναι πάντα εκεί — περήφανη από κάθε άποψη — για τα ντουμάνια από τις ψησταριές της…