Ο Γιάννης Παρίκος βάζει την υπογραφή του. Ο “Κέδρος” αξίζει τη μετακίνηση ως τη Λυκόβρυση. Διαβάστε τη συνέχεια
Αν κάποιος, υποθετικά, σας ρωτούσε ποιος είναι ο σεφ ο οποίος με το που βγήκε από το αυγό του (το χωριό του για την ακρίβεια) έκανε μία θριαμβευτική πορεία και πέρασε από το Βαρούλκο, τη Σπονδή, το Bristol (Παρίσι), το Sea Grill (Βρυξέλλες), τη Χύτρα, τον Asteria (Sani Resort) κι άλλα που δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, τι θα απαντούσατε; Μάλλον θα κάνατε την γκριμάτσα της άγνοιας και θα λέγατε «δεν ξέρω».
Δεν πειράζει. Θα σας το πούμε εμείς, όχι απλά για να το ξέρετε, αλλά γιατί ο συγκεκριμένος άνθρωπος παρά την έως τώρα πορεία του, τα βραβεία με τα οποία τιμήθηκε και τις εμπειρίες που απέκτησε, εξακολουθεί να πατάει με τα πόδια του σταθερά στη γη και να υπηρετεί σήμερα την πιο ιστορική κουζίνα του δυτικού κόσμου, μπολιάζοντας την με τεχνικές και υλικά του 21ου αιώνα.

Φίλοι αναγνώστες, η σημερινή παρουσίαση είναι αφιερωμένη στον Γιάννη Παρίκο και στο Kedros Cookhouse στη Λυκόβρυση, το δικό του χώρο μέσω του οποίου υπηρετεί την ελληνική γεύση.
Και είναι προφανές ότι κάποιοι θα αναρωτηθούν «μα καλά, χρειαζόταν να βγάλεις όλο αυτό το λόγο για να μας πεις τη γνώμη σου για την σπουδαιότητα του Παρίκου»; Πιθανότατα όχι, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένα πρόσθετο, αξιοσημείωτο στοιχείο. Συνήθως, ένας σεφ που έχει κάνει μια δαφνοστεφανωμένη πορεία συνεχίζει στον ίδιο δρόμο και ψάχνει να δει πως το ένα αστέρι θα το κάνει δύο και πως τα δύο θα γίνουν τρία. Ο Παρίκος, άντ’ αυτού, αποφάσισε να αφιερώσει τις δεξιότητες και τις γνώσεις που διαθέτει στην ελληνική κουζίνα εμβολιάζοντας την με κάποια από τα σύγχρονα στολίδια που έχει επιβάλει ο 21ος αιώνας.

Κερασάκι στην τούρτα; Αυτό το έκανε όχι σε μια περιοχή-πιάτσα κοντά στο Χίλτον ή στο Κολωνάκι ή στις παρυφές της Βουκουρεστίου. Το έκανε 15 km από το κέντρο της Αθήνας, στο προάστιο της Λυκόβρυσης. Σε συνδυασμό με την γευστική επάρκεια της πρότασης που κάνει ο Παρίκος αξίζει και με το παραπάνω 20 γραμμές κείμενο.
Το γευστικό πόνημα του σεφ φιλοξενείται σε ένα από τα κτίσματα του κολυμβητηρίου της Λυκόβρυσης, το οποίο όχι μόνο είναι ευρύχωρο με μια τεράστια χαρακτηριστική μπάρα, αλλά έχει και μια τεράστια βεράντα για τις καλές (καιρικά) ημέρες, με ένα πάρκο μπροστά που την χωρίζει από τον θόρυβο της γειτονικής Λεωφόρου Σοφοκλή Βενιζέλου. Υπάρχει όμως και το «τι θα φάμε, τι θα πιούμε». Το μενού κάνει περίπου δεκαπέντε προτάσεις σε πρώτα και κύρια πιάτα, τις οποίες συμπληρώνει με άλλες δέκα σε αλοιφές, αλίπαστα και σαλάτες.

Μετά από όσα είπαμε για τον Παρίκο, θεωρώ περιττό να σας κουράσω μιλώντας αναλυτικά για το γευστικό περιεχόμενο των πιάτων και την περιγραφή τους. Θα σταθώ όμως σε τρία πιάτα τα οποία δίνουν το στίγμα των δεξιοτήτων του σεφ με απόλυτη επάρκεια.
Τα παντζάρια με κατσικίσιο τυρί και κραμπλ καρυδιού, από μια απλή σαλάτα παντζαριών που είναι λιγότερο ή περισσότερο νόστιμη ανάλογα με το λαδόξιδο μετατρέπονται σε ένα πολύ ενδιαφέρον πιάτο χάρη στο συνδυασμό τους με το κατσικίσιο τυρί και το τριμμένο καρύδι. Όσο για την οσπριάδα, ένα πιάτο που το συναντάμε πλέον αρκετά συχνά σε χώρους φαγητού στην Αθήνα, η προσθήκη των αρωματικών του αβοκάντο και του τσίλι σε αναλογίες τόσο-όσο, ώστε να αναπνέουν τα όσπρια και να μείνει ανέπαφη η γοητευτική τους γεύση, είναι μεν ένα απλό πιάτο που φανερώνει όμως γνώσεις σε ό,τι αφορά την ισορροπία των γεύσεων και τεχνική επάρκεια. Τέλος, καλά μαγειρεμένο, νόστιμο και απόλυτα άξιο δοκιμής είναι και το κότσι προβατίνας χουνκιάρ μπεγιεντί.
Όπως είναι φυσικό, αντιλαμβάνομαι απόλυτα ότι η Λυκόβρυση από το κέντρο και τα νότια προάστια της Αθήνας απαιτούν κάποιο χρόνο για να φτάσεις στον Κέδρο. Όμως, όπως είναι γνωστό, το καλό πράγμα το κυνηγάς όπου το βρεις.