Όταν η “Φαντασία”, το “Χάραμα” και τα “Δειλινά” έγραψαν ιστορία: από τα σπασμένα πιάτα μέχρι τις μαρκίζες με τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού
Ποιος δεν θυμάται άραγε ιστορικά μαγαζιά της παλιάς Αθήνας, όπως η Φαντασία και τα Δειλινά που μάζευαν το Αθηναϊκό κοινό τα βράδια στις αίθουσες τους; Έχω ακούσει και έχω διαβάσει πολλά για τα τεκταινόμενα εκείνης της εποχής στα νυχτερινά μαγαζιά της πόλης, όπου τρανταχτά ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, μεσουρανούσαν! Παρά την οικονομική στενότητα που επικρατούσε στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’70 λειτουργούσαν στην Αθήνα πάνω από 100 νυχτερινά κέντρα.
Μαρκίζες με τίτλους βγαλμένους από το ελληνικό ρεπερτόριο… φωτογραφίες και ονόματα τραγουδιστών που ήταν οι «αστέρες» της εποχής!
Σπάσιμο πιάτων πάνω στην πίστα, μια ελληνική συνήθεια που καθιερώθηκε τις δεκαετίες ’60-΄70 και ατόνησε με την απαγόρευση της χούντας. Ήταν η εκδήλωση του ελληνικού γλεντιού, έκφραση ενθουσιασμού και χαράς, και συμβόλιζε μια νέα αρχή και το «πέταγμα» της παλιάς ζωής.Ας πάμε όμως να θυμηθούμε κάποια από αυτά τα ιστορικά νυχτερινά κέντρα:
Φαντασία
Η Φαντασία εν έτει 1950 βρισκόταν στην Λεωφόρο Ποσειδώνος στις αρχές του Αγίου Κοσμά, από την κάτω μεριά της παραλιακής, δίπλα στη θάλασσα. Το κέντρο «Φαντασία» άνοιξαν ο Μιχάλης Μενιδιάτης με τα αδέρφια του, την εποχή που ο τραγουδιστής ήταν στο pick της καριέρας του. Η φήμη του τραγουδιστή είχε εξαπλωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα και έτσι αποφάσισε η οικογένεια Καλογράνη (το πραγματικό επίθετο του Μενιδιάτη) να ανοίξει το δικό της μαγαζί.
Από εκεί ξεκίνησε η ενέργεια για το σπάσιμο των πιάτων, που εκείνη την εποχή ήταν 100% γνήσια. Τα γνήσια τα αντικατέστησαν πολλά χρόνια αργότερα τα γύψινα για λόγους ασφαλείας. Το κοινό της Φαντασίας εκείνη την εποχή, εκλεκτό! Θαμώνες από τον Ωνάση ως τον Τέλι Σαβάλα. Ακόμη και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Τίτο, ο πρώτος πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας είχαν περάσει κάποιες βραδιές στο ιστορικό κέντρο. Η Φαντασία λειτούργησε ως το 1997.
Χάραμα
Για πολλά χρόνια λειτούργησε στο Σκοπευτήριο, το Χάραμα του Παπαλαζάρου. Τα ονόματα της εποχής στο μαγαζί, ήταν η Μπέλλου και ο Τσιτσάνης. Θαμώνες ο Τσαρούχης καθώς και άλλοι διανοούμενοι της εποχής και από τον πολιτικό κόσμο, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εκείνη την εποχή το μαγαζί είχε πάλκο (μουσικοί και τραγουδιστές ήταν καθιστοί).
Δειλινά
Το όνομά του το πήρε από ένα κομμάτι που ήταν σταθμός για την καριέρα της Βίκυς Μοσχολιού, αλλά και για το ελληνικό πεντάγραμμο. «Τα Δειλινά» σε μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα, έδωσε το όνομά του στο κοσμικό κέντρο. Ήταν το 1966, όταν η Βίκυ Μοσχολιού μετά από 2,5 χρόνια εμφανίσεων στο «Χάραμα» στο πλευρό του Ζαμπέτα, αποχωρεί και ξεκινά στα Δειλινά, έχοντας στο πλάι της τον τότε σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, Νίκο Ξανθόπουλο.
Η φωνή της Μοσχολιού και η παρουσία του «παιδιού του λαού» όπως αποκαλούσαν τον Ξανθόπουλο, έκαναν το Αθηναϊκό κοινό να κατακλύζει κάθε βράδυ τα Δειλινά. Αρχές του ’70 τα Δειλινά μεταφέρονται στη Γλυφάδα και ξεκινά μια νέα εποχή δόξας για το μαγαζί, καθώς στη μαρκίζα πλέον είναι το όνομα του Στράτου Διονυσίου.
Παράλληλα κάποια εποχή λειτουργούσε και το πρώτο μαγαζί με το όνομα «Παλιά Δειλινά», ενώ το δεύτερο ονομάστηκε «Νέα Δειλινά». Σήμερα λειτουργεί επί της Ιεράς Οδού, αλλά τίποτα δεν θυμίζει την παλιά του αίγλη.
Νεράϊδα
Το νυχτερινό κέντρο Νεράϊδα ήταν στην παραλιακή, στο ύψος του Αλίμου. Τη δεκαετία του ’70, στη Νεράϊδα έκανε τις εμφανίσεις του ο Γιάννης Πάριος και την ίδια δεκαετία πέρασαν από το μαγαζί η Βίκυ Μοσχολιού με τον Γιώργο Κατσαρό. Στη Νεράϊδα τελειώνει και η ενέργεια του σπασίματος των πιάτων.
Το σκηνικό έχει ως εξής: κατά τα χρόνια της δικτατορίας, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία συνεργατών του επισκέπτεται ένα βράδυ τη Νεράϊδα για να διασκεδάσει. Με όλο το μαγαζί να παγώνει με την παρουσία του και αφού αλλάχθηκε μέχρι και το ρεπερτόριο του προγράμματος, όλα κυλούσαν ομαλά… Μέχρι τη στιγμή που κάποιος πελάτης έσπασε ένα πιάτο! Ο δικτάτορας εξοργίστηκε καθώς μια τέτοια ενέργεια επηρέαζε την τάξη που επέβαλε το πολίτευμα του και αποχώρησε αμέσως από το μαγαζί.
Την επόμενη μέρα με διάταγμα του, το σπάσιμο των πιάτων μπαίνει σε απαγόρευση.
Την επόμενη βραδιά, ο Ωνάσης αμφισβητεί κάθε διαταγή και σπάει στην κυριολεξία ότι πιάτο υπήρχε στο μαγαζί. Το ’90 η «Νεράϊδα» χωρίζεται σε δύο μαγαζιά, την «Μικρή» που λειτουργεί ως κέντρο διασκέδασης και την «Μεγάλη» που διαμορφώνεται σε club.
Εν έτει 2003, η Μικρή Νεράϊδα γίνεται bar-restaurant ενώ ο χώρος της Μεγάλης, μετονομάζεται σε Θέα και λειτουργεί ως νυχτερινό κέντρο.
Διογένης
Ο θρυλικός Διογένης του Παπαθεοχάρη – που είχε και το ομώνυμο ξενοδοχείο στον Πειραιά – ήταν το πιο in μαγαζί της εποχής. Ήταν ένα μαγαζί 350 ατόμων, αλλά διάσημο καθώς λειτουργούσε και ως συστηματικό φαγάδικο. Εκείνη την εποχή σε ελάχιστα μπουζουξίδικα υπήρχε φαγητό και όπου υπήρχε, ήταν κάτι ουδέτερο και πρόχειρο. Ο Διογένης είχε εξαιρετική κουζίνα και το κοινό του ήταν καλοβαλμένοι Αθηναίοι. Το όνομα εκείνη την εποχή στο κέντρο ήταν ο Φίλιππος Νικολάου και αργότερα ο Γιάννης Πάριος.
Φυσικά υπήρξαν και πολλά ακόμη νυχτερινά κέντρα, που με τις ιστορίες τους μπορεί να γραφούν πολλές αράδες, αλλά δεν θέλω να σας κουράσω… και κλείνει κάπου εδώ αυτή η αναδρομή στα μαγαζιά της Αθήνας που έκαναν πάταγο!