Από τη βιώσιμη γαστρονομία στα πιάτα νοσταλγίας, ο Δημήτρης Δημητριάδης και η ομάδα του σε υποδέχονται με πιάτα ψυχικής θαλπωρής και γεύσεις που μένουν
Είχε περάσει καιρός από την τελευταία μου επίσκεψη στο ΦΙΤΑ, αλλά και από τη συνάντησή μου με τον Δημήτρη Δημητριάδη – σεφ και πλέον μέτοχο στην επιχείρηση. Τον πρωτογνώρισα το 2018, μέσα από ένα project για τη βιώσιμη γαστρονομία, και με είχε κερδίσει η απλότητά του και η ειλικρίνειά του ως επαγγελματίας. Είναι μια ήρεμη δύναμη, πιστεύει πολύ στην ομάδα, μαγειρεύει με βάση τις αρχές και τα ιδεώδη του και, για όσους δραστηριοποιούνται στον κλάδο της φιλοξενίας, θα αναγνωρίσουν πως είναι πραγματικά ένας προσγειωμένος σεφ.

Αν επισκεφθείς σήμερα το ΦΙΤΑ, θα ξεχάσεις την παλιά του εικόνα. Η αισθητική και η διακόσμηση του χώρου παραμένουν ίδιες, αλλά η ατμόσφαιρα είναι πιο ζεστή. Δεν θυμίζει πια το άψυχο, βιομηχανικό, hipster-new age σκηνικό. Αντίθετα, χάρη στον Δημητριάδη, που έχει πλέον και τον ρόλο του οικοδεσπότη, αλλά και στον υπεύθυνο σάλας τον Παναγιώτη Σκαλιώτη, το ΦΙΤΑ «ρολάρει» αρμονικά. Σε κάνει να νιώθεις σαν να τρως σε μια οικογενειακή αυλή ή σε μια γνώριμη κουζίνα. Έτσι, δικαίως μπορεί να εξελιχθεί σε στέκι για κάθε foodie: η ομάδα περνάει καλά και αυτό βγαίνει προς τα έξω.

Γαστρονομικά, είναι εύκολο να πας ξανά και ξανά. Το μενού αλλάζει καθημερινά, ενώ ο Δημητριάδης, άξιος εκπρόσωπος της ελληνικής κουζίνας, σε μυεί στη φιλοσοφία του μέσα από μοναδικές γεύσεις και πιάτα που αποπνέουν θαλπωρή.
Το βράδυ που το επισκέφθηκα, στην ήσυχη γειτονιά του Νέου Κόσμου, κάθισα σε ένα από τα εξωτερικά τραπέζια, θέλοντας να σχηματίσω νέα εικόνα για το κοινό του ΦΙΤΑ. Και πράγματι, έχει αλλάξει: παρέες, ζευγάρια κάθε ηλικίας, αλλά και διεθνείς επισκέπτες, όλοι με κοινή διάθεση να γίνουμε μια μεγάλη παρέα.

Το γεύμα ξεκίνησε με τα περίφημα ψωμιά του σεφ: προζυμένιο σίκαλης, λαδένια αργής ωρίμανσης με άλευρα πετρόμυλου και με ξινόχοντρο τραχανά, όλα συνοδευμένα από ελαιόλαδο Π.Γ.Ε. Ολυμπία. Η βούτα σε όλο της το μεγαλείο! Ίσως από τις ελάχιστες φορές που ζητήσαμε δεύτερη μερίδα ψωμί.
Ακολούθησε το nigiri παντζαριού με καπνιστό χέλι, βλήτα και vinaigrette μπέικον – μια μπουκιά και συχώριο, που θα έλεγε και ο κ. Μαμαλάκης. Θα γύριζα ξανά μόνο γι’ αυτό, ειδικά μετά από μια κουραστική μέρα, συνδυάζοντάς το με ένα απόσταγμα και ένα τσιγάρο.

Ύστερα ήρθαν τα φασολάκια σχάρας, τριών ειδών εποχής, με κατσικίσιο τυρί ωρίμανσης, τα οργανικά παντζάρια με σύκα, κρέμα αμυγδάλου, ραπανάκια και πίκλα παντζαριού, και η ημίπαστη μπάφα σε ζωμό αρωματισμένο με «γεμιστά», διακοσμημένη με ταραμά – ένα πιάτο που σε κάνει να θέλεις να ρουφήξεις και την τελευταία σταγόνα ζωμού.
Το θράψαλο σχάρας στο μελάνι του, με πατάτες σπετσιώτα, ήταν σαν ταξίδι εκτός πόλης και εισαγωγή στα πιο μαμαδίστικα πιάτα του σεφ.

Ο Δημητριάδης φημίζεται για τη δημιουργικότητά του, αλλά δεν κρύβει την αγάπη του για το φαγητό της κατσαρόλας. Ο κόκορας λεμονάτος, με πατάτες και κίτρινα κολοκυθάκια, μας θύμισε πως το ΦΙΤΑ είναι ένα γειτονικό στέκι που σερβίρει πιάτα νοσταλγίας.
Ακόμη και το πρόβατο μπρεζέ με μανέστρα, τοματίνια και βασιλικό σε πούλπα κίτρινης πιπεριάς – ένα πιάτο που συνήθως θα προσπερνούσα – το δοκίμασα χάρη στον Παναγιώτη Σκαλιώτη. Ο τρόπος που το πρότεινε ήταν μοναδικός: απέδειξε πως ένα πιάτο απογειώνεται όχι μόνο με την τεχνική του σεφ, αλλά και με τον άνθρωπο που ξέρει να σε προσεγγίσει και να διαβάσει τι θα ήθελες πριν ακόμη το ζητήσεις. Μακάρι να βλέπαμε συχνότερα τέτοια επικοινωνιακά χαρίσματα σε managers νέας γενιάς της εστίασης.

Το δείπνο ολοκληρώθηκε με δύο γλυκά: μια πάστα αμυγδάλου με ganache λευκής σοκολάτας και ολόκληρα αμύγδαλα – ρετρό και συγκινητική – και το μοναδικό εκμέκ, με τραγανό κανταΐφι, κρέμα φιστικιού, κεράσια και παγωτό από πρόβειο γάλα. Ο Δημητριάδης ξέρει να φτιάχνει γλυκά που σου μένουν.
Σας παροτρύνω να επισκεφθείτε το ΦΙΤΑ. Θα νιώσετε όμορφα, σε μια ήσυχη γειτονιά όπου ο μόνος θόρυβος είναι το τραμ που περνά και τα χαμόγελα της ομάδας.