Ένα μεζεδοπωλείο που μιλά τη γλώσσα του κρασιού
Μερικές φορές, αρκεί ένα τραπέζι στρωμένο απλά, ένα ποτήρι κρασί και η αίσθηση ότι βρίσκεσαι κάπου που οι άνθρωποι αγαπούν αυτό που κάνουν. Έτσι είναι οι Επτά Μάρτυρες, ένα wine bar που μοιάζει να έχει φτιαχτεί με μια πολύ συγκεκριμένη αποστολή: να ενώσει δύο φαινομενικά διαφορετικούς κόσμους — το κρασί και το βολιώτικο μεζεδοπωλείο — σε ένα ενιαίο, απίστευτα ζωντανό σύνολο.
Μπαίνοντας στο χώρο, το πρώτο που σου τραβάει την προσοχή είναι η ανοιχτή κουζίνα που είναι συνέχεια του μπαρ. Τίποτα δεν είναι κρυφό, όλα είναι μπροστά σου, η κάθε στιγμή, χρώματα, ήχοι, μυρωδιές που σου ανοίγουν την όρεξη, οι μεζέδες που ετοιμάζονται, τα μπουκάλια που ανοίγουν, οι συζητήσεις που μπλέκονται με το άρωμα του φαγητού και του κρασιού.

Ο κόσμος γεμίζει γρήγορα το χώρο, άλλοι κάθονται στο μπαρ με ένα ποτήρι στο χέρι, άλλοι πιάνουν γρήγορα τραπέζι, κι όλοι μοιάζουν να συμμετέχουν σε ένα κοινό τελετουργικό: καλό κρασί, καλή παρέα και καλό φαγητό.
Το μενού είναι μικρό, σχεδόν μυστήριο, αλλά αυτό είναι μέρος της γοητείας του. Ο Σεραφείμ Αθανασίου, στην κουζίνα, δεν φτιάχνει «πιάτα ημέρας». Φτιάχνει «στιγμές». Κάθε μέρα κάτι αλλάζει, κάθε μέρα ένα καινούργιο πιάτο εμφανίζεται, δεν έχει θα πάρω αυτό ή εκείνο, ο κάθε μεζές είναι τι θα διαλέξει εκείνη τη στιγμή. Από βελούδινο ταραμά που έχει γίνει ένα από τα λίγα στάνταρ πιάτα, μέχρι χόρτα εποχής, χταπόδι με κρέμα παντζαριού, ή τσιπούρα carpaccio, όλα μοιάζουν σχεδιασμένα για να συνοδεύσουν το κρασί, όχι να το επισκιάσουν.

Και εδώ έρχεται ο Bradley Tomlinson, ο sommelier του μαγαζιού, έχει φτιάξει μια λίστα κρασιών με απίστευτη προσοχή, με επιλογές που ξεφεύγουν και πάντα αλλάζει με δυνατότητα κάθε φορά που έρχεσαι να δοκιμάζεις και κάτι διαφορετικό, με μικρούς παραγωγούς, γηγενείς ποικιλίες και διαφορετικές χώρες, πάντα σε αρμονία με τα πιάτα που θα βρείτε στους Επτά Μάρτυρες.
Αν πάλι είσαι πιο του cocktail, μη διστάσεις. Ένα Dry Martini δίπλα σε στρείδια ή ένα Negroni δίπλα στον ταραμά έχουν τη δική τους θέση εδώ — γιατί στους Επτά Μάρτυρες τίποτα δεν είναι αυστηρά καθορισμένο, όλα κυλούν με φυσικό ρυθμό.

Η αισθητική του χώρου, αποπνέει ζεστασιά. Ίσως γιατί εδώ όλα είναι προσωπικά — από τα πρόσωπα πίσω από τον πάγκο μέχρι το χαμόγελο όταν σε σερβίρουν.
Μπορεί να μοιάζει «σοβαρό», «κρύο» μαγαζί, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα από τα πιο φιλόξενα στέκια της Αθήνας για να φας, να πιεις και να ξεχαστείς.