Ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της χώρας με συνολική αίσθηση εκτός ανταγωνισμού.
Το δίδυμο των ξενοδοχείων King George και Grande Bretagne μού θυμίζει τη ρήση της δημοτικής παράδοσης, που λέει «Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος τα δύο βουνά μαλώνουν». Σίγουρα δεν μαλώνουν ούτε για τη βροχή ούτε για το χιόνι. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν αλλά στα μάτια των περισσοτέρων αποτελούν ένα εμβληματικό και κατ’ εξοχήν αριστοκρατικό δίδυμο-ναυαρχίδα στον ξενοδοχειακό χώρο. Αναφερόμενος γευστικά στο θέμα, θα έλεγα ότι το Tudor Hall κρατάει περισσότερο την αριστοκρατική παράδοση (αν υπήρξε κάτι τέτοιο στην Αθήνα) με μια ατμόσφαιρα και ένα σέρβις, τα οποία πλέον σπάνια τα βρίσκεις, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε πολλά μεγάλα Palace της Ευρώπης. Σε ό,τι με αφορά, βρίσκω το GB Roof Garden περισσότερο decontracté. Αντίθετα, το Tudor Ηall είναι παραδοσιακά αριστοκρατικό, με την ανάλογη φυσικά ατμόσφαιρα.
Πολλοί μπορεί να θεωρήσουν περιττή όλη αυτή την εισαγωγή. Προς στιγμήν το σκέφτηκα και εγώ, αλλά επειδή με συνδέουν πολλά και με τα δύο εστιατόρια, αποφάσισα, πριν μιλήσω για τις εντυπώσεις μου από την επίσκεψή μου στο Tudor Ηall, να κάνω αυτή την εισαγωγή.
Η αίσθηση που χαρακτηρίζει την ατμόσφαιρα του συγκεκριμένου εστιατορίου για κάποιον που δεν έχει εμπειρία από ανάλογους χώρους, ξεκινάει απο την είσοδο του ξενοδοχείου. Συνεχίζεται στη μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου και γίνεται λίγο πιο ανάλαφρη, για προφανείς λόγους, στη βεράντα, η οποία αποτελεί και το σημείο ενδιαφέροντος για τους περισσότερους πελάτες. Όπως έγραψε και κάποιος φίλος πριν από 2-3 χρόνια, «σε αυτό το κλασσικό εστιατόριο με την αύρα μιας άλλης ρομαντικής εποχής, κάθε γωνιά της αίθουσας είναι και μια βουτιά στον χρόνο, καθώς η ματιά δε χορταίνει από τις εικόνες και τις μνήμες που ανακαλούνται, καθώς το βλέμμα περιφέρεται παρατηρώντας τον χώρο». Νομίζω όμως ότι η περιγραφή του χώρου, έστω και με μεταφορικό τρόπο, είναι ήδη επαρκής και ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε λίγο και για τη γεύση.
Το Tudor Hall ευτύχησε να έχει δύο πολύ καλούς υπηρέτες της υψηλής γεύσης και για την ακρίβεια, τον Αστέριο Κωστούδη, Executive Chef, και τον Νίκο Λειβαδιά στο τιμόνι της κουζίνας. Θεωρώ δε ότι σε αυτό το επίπεδο εστίασης οι αναλυτικές περιγραφές πιάτων και εντυπώσεων, εκτός από βαρετές, είναι και άτοπες. Γενικά μιλώντας λοιπόν, θα πω πολύ απλά ότι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει το εστιατόριο και επιβεβαιώνει το γενικότερο επίπεδο της κουζίνας είναι τα mise en bouche. Όπως έλεγα μάλιστα συζητώντας με τον Αστέριο, όποιος τα έχει δοκιμάσει, θα ήθελε να έρθει και να ξαναέρθει και να κάνει ένα πλήρες δείπνο μόνο με αυτά. Αν δε με απατά η μνήμη μου, δε θυμάμαι να υπάρχει κάτι σχετικό σε οποιοδήποτε άλλο εστιατόριο της Ελλάδας και να ψάξετε. Το μενού γενικά κινείται με τη λογική του αλά καρτ, το οποίο τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο σπάνιο. Προσωπικά θεωρώ ότι για ένα εστιατόριο που φιλοδοξεί να ανήκει στο αφηρημένο νέφος της υψηλής γαστρονομίας, αυτό είναι απαραίτητο και δείχνει ότι η κουζίνα δεν φείδεται ούτε κόπου ούτε χρήματος.
Προφανώς, η συνολική γευστική πρόταση του Tudor Hall ανήκει στο χώρο της σύγχρονης κουζίνας αλλά παράλληλα, και αυτό ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα, προσπαθεί να κινείται σε ελληνικά μονοπάτια. Αυτό με έβαλε σε πειρασμό να σκεφτώ, χωρίς να μπορώ προς στιγμήν να βγάλω συμπέρασμα, αν η κουζίνα του Tudor Hall είναι σύγχρονη ελληνική ή απλά σύγχρονη. Αυτό όμως που μπορώ να πω μετά βεβαιότητος είναι ότι δεν έχει την αδυναμία που έχουν τα μενού άλλων εστιατορίων, τα οποία είναι μεν ενδιαφέροντα ή πολύ καλά ως προς την πρόταση που κάνουν, η οποία ομως παράλληλα είναι και δυσνόητη για πελάτες που δεν έχουν ιδιαίτερη εμπειρία. Από όσα δοκίμασα, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να ήταν ελαττωματικό, επειδή όμως είθισται να κάνουμε ένα σχόλιο για πιάτα που μας άρεσαν, θα πω ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η σελινόριζα και η σέλα του αρνιού.
Σε ό,τι αφορά τη λίστα των κρασιών και την ποιότητα του service, νομίζω ότι όσα προανέφερα μιλάνε από μόνα τους και δε χρειάζεται να προσθέσω κάτι παραπάνω. Προφανώς, ένα πλήρες δείπνο στο Tudor Hall δεν είναι κάτι απλό για την τσέπη των περισσοτέρων. Όμως η ιστορία, η ατμόσφαιρα και η γευστική πρόταση αλληλοσυμπληρώνουν η μία την άλλη και, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους φίλους της ποιοτικής γεύσης, καταλήγουν στο να αποτελούν μια πρόκληση, που ελπίζω να οδηγήσει τα βήματά τους στην κορυφή του King George.