Ένας χρόνος πέρασε από την τελευταία μου επίσκεψη στο The Lost Sheep και έτσι στην πρόσφατη επίσκεψή μου στο νησί, πέρασα για ακόμα μία φορά την πόρτα του εμβληματικού ξενοδοχείου A for Art, στην αυλή του οποίου φιλοξενείται το «χαμένο πρόβατο», το μαγειρικό τέκνο του executive chef Γιάννη Μαρινόπουλου.
Ο χώρος για άλλη μια φορά ατμοσφαιρικός, με τραπέζια κάτω από θεόρατα πεύκα και αιωνόβια πλατάνια, τα οποία βρίσκονται ανάμεσα από αγάλματα που καθιστούν την ατμόσφαιρα μοναδική και ξεχωριστή. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως, μπαίνοντας στον μεγάλο πέτρινο αυλόγυρο του ξενοδοχείου, εισέρχεται σε μια έπαυλη καλά κρυμμένη από τον δρόμο, η οποία με την δύση του ηλίου γίνεται ακόμα πιο ατμοσφαιρική. Το καλοκουρδισμένο σέρβις σε προϊδεάζει για το τι θα συναντήσεις.
Ο Γιάννης Μαρινόπουλος με τον chef de cuisine Κυριάκο Τερλελέ έχουν βαλθεί να εισάγουν την Θάσο στο γαστρονομικό χάρτη της Ελλάδος και μέχρι στιγμής τα καταφέρνουν περίφημα, παρουσιάζοντας μια πρόταση, η οποία δεν συναντάται αλλού στο νησί και δεν έχει να ζηλέψει κάτι από αρκετά εστιατόρια μεγάλων αστικών κέντρων.
Οι πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η κουζίνα του Γιάννη Μαρινόπουλου είναι η χρήση δημιουργικών τεχνικών, οι έντονες και γεμάτες γεύσεις και το πάντρεμα στοιχείων από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με συστατικά, τα οποία φέρουν πάντα την εντοπιότητα. Το μενού το οποίο επέλεξε να παρουσιάσει φέτος δανείζεται και πάλι πολλά ξενόφερτα υλικά αλλά επιλέγει να διατηρήσει την καρδιά του ελληνική, ξυπνώντας μνήμες από αγαπημένα ελληνικά παραδοσιακά πιάτα, χωρίς να λείπουν και οι προτάσεις που αρμόζουν στο εστιατόριο ενός καλού ξενοδοχείου, όπως μοσχαρίσιο διάφραγμα Αργεντινής με hollandaise ή gravy sauce. Με μια πρώτη ματιά ξεχώρισα το φαγκρί αγιορείτικο με αποξηραμένα δαμάσκηνα, τη πεσκανδρίτσα σε beurre blanc με πράσα σε ζύμωση και πούδρα παστουρμά, ενώ άφησα για την επόμενη φορά το ριζότο αλά καρμπονάρα με χειροποίητη καπνιστή πανσέτα και παστό κρόκο.
Κατά την παραμονή μου, το γεύμα ξεκίνησε με νόστιμο και αφράτο προζυμένιο ψωμί με προζύμι 4 ετών, που σερβίρεται με αγνό παρθένο ελαιόλαδο Θάσου και ελιές θρούμπες, ενώ το ορεκτικό ήταν το αραντσίνι μπριάμ με πατατάκια μελιτζάνας,πάνω σε μια σάλτσα ρομέσκο με φουντούκι. Το αραντσίνι ήταν τραγανό και το ρύζι είχε κρατήσει την υγρασία του με μια πολύ γεμάτη, έντονη και γευστική μαγιονέζα χτυπημένη με λάδι από καραμανλίδικο λουκάνικο.
Ακολούθησε η εξαιρετική πρασοκιμαδόπιτα, η οποία ουσιαστικά ήταν μια ανοιχτή πίτα με βάση μια χειροποίητη ταρταλέτα με μια πρώτη στρώση από κιμά σωταρισμένο και πράσα καραμελωμένα και την δεύτερη με τυροκαυτερή πολύ γεμάτη και συνάμα γευστική. Πιάτο που, αν κλείσεις τα μάτια, στην κυριολεξία σου φέρνει μνήμες από αγαπημένες σπιτικές μαμαδίστικες πίτες και σε αυτό έγκειται και η επιτυχία του κατ’ εμέ. Μνήμες παραδοσιακού οικογενειακού φαγητού έφερε και το σαγανάκι από τα παλιά, που δεν είναι άλλο από γαρίδες εξαιρετικά ψημένες με τηγανητή κάπαρη πάνω σε μια βάση από ψητές ντομάτες και έναν βελούδινο αλλά πολύ γευστικό και έντονο αφρό από μπισκ. Παρά την απόλυτα μοντέρνα και πειραγμένη εμφάνισή του, το πιάτο αυτό κυριολεκτικά ξυπνάει μνήμες από γαρίδα σαγανάκι στο πήλινο.
Το κυρίως ήταν μια πειραγμένη συνταγή από κόκκορα παστιτσάδα, ο οποίος σερβιρίστηκε σε μορφή ρολού, γεμιστός με μανιτάρι σε μια jus με κρασί, τέλεια ψημένος και ζουμερός. Ίσως ο καλύτερος κόκκορας που έχω φάει μες στο 2025! Δίπλα του σαν συνοδευτικό, σε διαφορετικό πιάτο, σερβίρεται η μακαρονάδα, βρασμένη με το νερό του κόκκορα με μια μπεσαμέλ βελούδινη και αφράτη, σε μια ιδιαίτερη αλλά νοστιμότατη παρουσίαση πιάτου, που ήταν και το αποκορύφωμα του δείπνου.
Αρχικά νόμιζα πως η ονομασία Lost Sheep είναι ένα λογοπαίγνιο που σκέφτηκε ο Γιάννης Μαρινόπουλος για το εστιατόριο, αλλά κατέληξα πως μάλλον έτσι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, ως ένα «χαμένο πρόβατο» που ψάχνει το γαστρονομικό του ποιμνιοστάσιο. Ήρεμος και ανεπιτήδευτα ευγενικός, στο The Lost Sheep δίνει τον καλύτερό του εαυτό και εξαιρετική ποιότητα, αποτελώντας κόσμημα για το νησί της Θάσου, το οποίο θεωρώ πως είναι μικρό για να χωρέσει το ταλέντο του. Θα ήθελα να τον δω αντιμέτωπο με την πρόκληση ενός άλλου χώρου σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο ή σε ένα άλλο νησί.