Στην οδό Πεντέλης 1 στην Κηφισιά, συναντά κανείς το Rick’s Steakhouse. Η αλήθεια είναι πως είχα καιρό το στίγμα του στο ραντάρ μου και έτσι στην πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα αποφάσισα να το επισκεφτώ.
Ανοίγοντας την πόρτα, βρέθηκα εμπρός σε έναν πολύ καλαίσθητο ατμοσφαιρικό χώρο ιδιαίτερης αισθητικής. Στους τοίχους -τους οποίους κοσμούν ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Αλ Πατσίνο, του Μοχάμεντ Άλι, του Tupak Shakur, της Μέριλιν Μονρό και εκατοντάδων άλλων εμληματικών προσωπικοτήτων- κυριαρχεί το σκούρο μπορντό χρώμα ενώ στο λευκό ταβάνι εντυπωσιάζει η τύπου βιτρό γυάλινη οροφή στο κέντρο του μαγαζιού. Παντού σκουρόχρωμοι δερμάτινοι καναπέδες και ξύλινα τραπεζοκαθίσματα με ατσαλάκωτα μακριά λευκά τραπεζομάντιλα, που δίνουν αύρα γαλλικού μπιστρό, αλλά και μια αρχοντική λιτότητα στον χώρο, ενώ οι σερβιτόροι κινούνται φορώντας λευκές ποδιές, συμπληρώνοντας το παζλ μιας στιλάτης comfort ατμόσφαιρας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά συνειρμικά, μου ήρθε στο μυαλό η θρυλική σκηνή από τον Νονό όπου ο Μάικλ Κορλεόνε γευματίζει σε ένα αμερικάνικο εστιατόριο με τον Σαλότσο και τον Μακ Λάσκι πριν το φόνο.
Νομίζω πως οι άνθρωποι της S-One Hospitality, όταν σχεδίασαν στο μυαλό τους το Rick’s, ήθελαν να δημιουργήσουν ένα εστιατόριο comfort dining, το οποίο να έχει ένα μοναδικό-μυστηριακού noir τύπου- concept, που να παραπέμπει σε εστιατόρια της Αμερικής των δεκαετιών του ‘70 και του ’80. Απλά προσέθεσαν μια αύρα γαλλικού μπιστρό και ψήγματα ιταλικής ατμόσφαιρας. Το κάδρο συμπληρώνει το αίθριο στο βάθος του μαγαζιού, που το καλοκαίρι ανοίγει δίνοντας την δυνατότητα να γευματίσεις έξω. Έξτρα tip αποτελεί πως το κατάστημα διαθέτει πιάνο με ζωντανή πιάνο μουσική κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Για μένα, αυτό αποτελεί από μόνο του κίνητρο.
Στα του φαγητού, το μενού είναι μαζεμένο και στοχευμένο, κυρίως με κρέας αλλά και με κάποιες επιλογές σε ψάρι, τόσο στο μπαρ θαλασσινών -όπως ονομάζει τα ορεκτικά με ψάρι ο executive σεφ Δημήτρης Σταμούδης– αλλά και στα κυρίως, όπου ξεχωρίζει η γλώσσα α λα μενιέρ. Στα ορεκτικά ξεχώρισα το crab cake και το κοκτέιλ γαρίδας, ενώ δεν λείπουν και οι επιλογές σε στρείδια και χαβιάρι για όσους θέλουν να δώσουν μια νότα πολυτελείας στην έξοδό τους, κάνοντας το concept του εστιατορίου ακόμα πιο ιντριγκαδόρικο. Από επιλογές σε κρέας ξεχώρισα το καψαλισμένο κόκκαλο με μεδούλι (bone marrow) και προσούτο, το καρπάτσιο μόσχου και το σιγομαγειρεμένο μοσχάρι με λιγκουίνι και σάλτσα από ροκφόρ, ενώ υπάρχουν και 7 διαφορετικές κοπές από μοσχάρι: από chateaubriand και στήθος μέχρι φιλέτο και striploin, ενώ στο μενού υπάρχει και χειροποίητος γύρος.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου ξεκινήσαμε με ένα φανταστικό crab cake που ο head chef του Rick’s Μιχαήλ Άγγελος Ανδριανάκης μού σύστησε ανεπιφύλακτα: έντονο, πλούσιο και ελαφρώς πικάντικο με τραγανή κρούστα πάνω σε μια παραλλαγή remoulade με γλυκό μπούκοβο. Στη συνέχεια, τόσο το εξαιρετικό ταρτάρ μόσχου με ντιζόν όσο και το λεπτοκομμένο καρπάτσιο μόσχου με παγωτό μουστάρδα ήταν καλοφτιαγμένα και γευστικά. Πιάτο εξαιρετικό ήταν και η δεύτερη πρόταση του head chef Ανδριανάκη, τα σιγομαγειρεμένα μάγουλα με το λιγκουίνι και τη σος ροκφόρ.
Τα μάγουλα έλιωναν με το άγγιγμα του πιρουνιού ενώ το λιγκουίνι ήταν σεμιναριακά βρασμένο al dente και το ροκφόρ έδωσε πολυπλοκότητα και ισορροπία με την αλμύρα και την ιδιαίτερη γεύση του. Το New York striploin έφτασε medium rare, όπως ζητήσαμε, και τα συνοδευτικά του ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο: μια καλοδεμένη αυθεντική μπεαρνέζ, τραγανά σπαράγγια και ένας βουτυράτος βελούδινος πουρές πατάτας.
Η wine list είναι αρκετά καλή με πολλές επιλογές τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, με αρκετές εξαιρετικές επιλογές από τις πιο γνωστές οινοπαραγωγικές περιοχές ανά τον κόσμο. Θα ήταν άδικο να παραλείψω το μικρό καλαίσθητο μπαρ, που βρίσκεται στο κέντρο του μαγαζιού που μπορεί να σου ετοιμάσει κάποιο κοκτέιλ για να συνοδεύσεις το φαγητό σου.
Συμπερασματικά, το Rick’s σίγουρα δεν είναι απλώς ένα ακόμα επίσημο μαγαζί για να γευματίσεις και να περάσεις όμορφα την ώρα σου στα βόρεια προάστια. Είναι ένας όμορφος χώρος ιδιαίτερης αισθητικής, με έντονο το vintage στοιχείο- το οποίο εγώ λατρεύω- ενώ η κουζίνα των Δημήτρη Σταμούδη και Μιχαήλ Άγγελου Ανδριανάκη -τουλάχιστον σε ό,τι δοκίμασα εκείνο το βράδυ- παίρνει άριστα. Σίγουρα απευθύνεται και στο κοινό των όμορων περιοχών αλλά αξίζει στο έπακρο την επίσκεψη οποιουδήποτε θέλει να συνδυάσει πολύ καλό φαγητό σε ωραία ατμόσφαιρα και περιβάλλον.