Μια ταβέρνα που ξεφεύγει από την πεπατημένη της Μυκονιάτικης κοσμικότητας και μας ξεναγεί στο χώρο των παραδοσιακών γεύσεων
Μπορεί το κοσμικό ενδιαφέρον της Μυκόνου να συγκεντρώνεται στη Χώρα, στα Ματογιάννια και στη Μικρή Βενετία ή στις πολλές γραφικές και ενδιαφέρουσες παραλίες του νησιού. Δίπλα όμως στην πολύχρωμη εικόνα της κοσμικότητας υπάρχει και ένα σημείο που διατηρεί πολλά από τα χαρακτηριστικά του παλιού κυκλαδίτικου χωριού.

Η Άνω Μερά, στον πυρήνα της τουλάχιστον, με το παλιό μοναστήρι, τη μεγάλη πλατεία και τα λίγα σοκάκια της που δεν έχουν σαν χαρακτηριστικό άρωμα ένα μείγμα ιδρώτα, Chanel νο 5 και σουβλάκι – ζουν όσο το επιτρέπει η πραγματικότητα – ψήγματα της παράδοσης, που ανάμεσα σε όλα τ’άλλα, εκφράζονται και στο χώρο της γεύσης.
Για διάφορους λόγους, κατά τη διάρκεια των αρκετών ταξιδιών που έχω κάνει στη Μύκονο, έχω επισκεφθεί πολλές ταβέρνες της περιοχής. Πρόσφατα, στην τελευταία μου επίσκεψη τίμησα για μια ακόμα φορά μια ταβέρνα που πιστεύω, ότι παρά την κοσμικότητα που διεκδικεί και την τελευταία γωνιά του νησιού, εξακολουθεί να κρατάει – όσο μπορεί καλύτερα – την αυθεντικότητα μιας άλλης εποχής.
Το Μαντρί Μύκονος εξακολουθεί να είναι μια παραδοσιακή ταβέρνα τελείως καλοκαιρινή αφού έχει μόνο εξωτερικά τραπέζια. Η αυλή που φιλοξενεί τους επισκέπτες χαρακτηρίζεται από μια φιλόξενη και κομψή, με όρους παρελθόντος, ατμόσφαιρα ιδανική για ένα χαλαρό παρεΐστικο δείπνο σε ανοιχτό Μυκονιάτικο περιβάλλον. Η ταβέρνα έχει δώσει ήδη τις εξετάσεις της δεδομένου ότι στο Μαντρί ιδιοκτήτης είναι ο Χρήστος Καραΐνδρος που βρίσκεται και πίσω από αυτό με το ίδιο όνομα εστιατόριο στη Γλυφάδα, ενώ στην κουζίνα, με εμπειρία σε γνωστά μαγαζιά της Αθήνας, υπογραφή στα πιάτα βάζει ο Θάνος Ματζούνης.
Ο επιτυχημένος συνδυασμός της ενδιαφέρουσας ελληνικής κουζίνας, η αύρα του χώρου και η ανοιχτή αυλή δίπλα στην πλατεία, δημιουργούν μια διαφορετική εικόνα από αυτή που η πλειοψηφία των επισκεπτών της Μυκόνου έχει στο μυαλό της. Αποτελούν μία εμπειρία που κάνει κοντράστ με την κλασική Μυκονιάτικη πρόταση και αξίζει τον κόπο να γνωρίσετε.
Οι προτάσεις που κάνει το μενού είναι αρκετές και επιτρέπουν στον πελάτη να βρει το λογαριασμό του. Αρκεί φυσικά να μην επιμένει ιδιαίτερα για καλούδια της θάλασσας. Δοκιμάσαμε αρκετά πιάτα τα οποία σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιητικά και νόστιμα. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα, είναι η κροκέτα από μοσχαρίσιο brisket με πλούσια γεύση και απαλή υφή που εμπλουτίζεται από το chutney με τσίλι. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα πουγκάκια μουσακά, μια δημιουργική εκδοχή του κλασικού πιάτου, η προβατίνα που μαγειρεύεται χαμηλή φωτιά για 12 ώρες, όπως επίσης και τα σωστά ψημένα παϊδάκια κάτι το οποίο δεν το συναντάμε εύκολα στα νησιά του Αιγαίου.

Θα πείτε “μα κανένας δεν πάει στη Μύκονο για να ζήσει την εμπειρία της ταβέρνας”. Θα συμφωνήσω μαζί σας. Στη Μύκονο πάμε για διακοπές, για να διασκεδάσουμε και γιατί όχι, να χαλαρώσουμε. Το να έχουμε ένα μείγμα δυνατοτήτων που μας απομακρύνει έστω για λίγο από την μονότονη κοσμικότητα είναι μάλλον πλεονέκτημα. Όταν μάλιστα υπάρχει ένας τέτοιος χώρος, αξίζει τον κόπο να του αφιερώσουμε λίγο από το χρόνο μας. Για μένα είναι μια καλή ιδέα. Σε ό,τι αφορά εσάς, αποφασίστε.