Το Τρίγωνο της Θλίψης («Triangle of Sadness») ***
2022, Διάρκεια: 147′
Σκηνοθεσία: ΡούμπενΈστλουντ. Πρωταγωνιστούν: Χάρις Ντίκινσον, Τσάρλμπι Ντιν, Γούντι Χάρελσον
Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την κινηματογραφική οξυδέρκεια του Ρούμπεν Έστλουντ. Συνδυάζοντας το ευφυές χιούμορ του, την σκηνοθετική του δεξιοτεχνία και πάνω από όλα την αντισυμβατική ανάγνωση της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, ο 48χρονος Σουηδός δημιουργός έχει καταφέρει να κατακτήσει δυο Χρυσούς Φοίνικες στην καριέρα του.
Και οι δυο ταινίες του που θριάμβευσαν στις Κάνες έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Αμφότερες αποτελούν μια οξεία κριτική πάνω στη σύγχρονη υλιστική πραγματικότητα και δη πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις αντιλαμβάνονται τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Μάλιστα, το «Τρίγωνο της Θλίψης» ταξιδεύει ακόμη πιο θαρραλέα -αν και όχι και τόσο επιτυχημένα- προς την κατεύθυνση μιας τολμηρής κοινωνικοπολιτικής σάτιρας που βρίθει συμβολισμών και αλληγοριών.
Πρωταγωνιστές είναι ο Καρλ και η Γιάγια, ένα ζευγάρι μοντέλων που βρίσκονται καλεσμένοι σε μια πολυτελή κρουαζιέρα να κάνουν παρέα με Αμερικανούς, Ρώσους, Γερμανούς, Άγγλους κ.α. εκατομμυριούχους.Όλοι μαζί τρώνε, πίνουν, κολυμπούν και κάνουν ηλιοθεραπεία πάνω στο πανάκριβο γιοτ μέχρι που μια θύελλα θα διαλύσει το ειδυλλιακό -για τους επισκέπτες και όχι για το προσωπικό -σκηνικό, ενώ μια επίθεση πειρατών θα βυθίσει την πανάκριβη θαλαμηγό με τους επιζώντες να προσπαθούν να επιζήσουν σε ένα ερημόνησο.
Ο Ρούμπερν Έστλουντ κάνει σαφές από την αρχή του φιλμ ότι θέλει να μιλήσει για τη ναρκισσιστική πραγματικότητα μιας κοινωνίας όπου βασιλεύει η εικόνα. Γι’ αυτό και βάζει ένα πλαστικό δίδυμο να πρωταγωνιστήσει, μια γυναίκα influencer και ένα 25χρονο μοντέλο άντρα που ήδη θεωρείται «συνταξιούχος» για τα απαιτητικά δεδομένα του επαγγέλματος. Ο Έστλουντ δεν μένει μόνον εκεί όμως… Στο δυομισάωρο κωμικο-τραγικό του πόνημα, μιλάει για το παράλληλο σύμπαν των οικονομικών ελίτ, το σύγχρονο ταξικό σκηνικό, την κυριαρχία της ύλης, την έπαρση του δυτικού πολιτισμού (που καταλήγει σε αφέλεια), την ματαιοδοξία του ανθρώπινου είδους (κλασσική θεματική του Έστλουντ), τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, την πυραμίδα της εξουσίας που ανάλογα με τις συνθήκες βρίσκει άλλους στην κορυφή και άλλους στον πάτο, τον πλανήτη μας που μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι σε τρικυμία και άλλα (πάρα μα πάρα) πολλά. Όσο δεξιοτεχνικά και αν ξεδιπλώνει την πλοκή ο Σουηδός δημιουργός δεν αποφεύγει να παραφορτώσει το σενάριο του με συμβολισμούς και αλληγορίες -που κάποιες φορές επαναλαμβάνονται μάλιστα δια της αντιστροφής τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Έστλουντ παραδίδει ουσιαστικά δυο ταινίες – με το δεύτερο μέρος να αποτελεί ουσιαστικά την αντιστροφή του πρώτου – με κοφτερό χιούμορ, τολμηρή σάτιρα και καλλιτεχνική αρτιότητα, που όμως μαζί δεν συνθέτουν μια απόλυτα στιβαρή κινηματογραφική κατασκευή. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Σουηδός δημιουργός θέλει να τα πει τόσα πολλά σε μια ταινία και τόσο πολύ έξω από τα δόντια.Το αποτέλεσμα μπορεί να του πρόσφερε το δεύτερο Χρυσό Φοίνικα, αλλά του αφαίρεσε τα προνόμια της αφηγηματικής οικονομίας, των υπαινιγμών και της αμφισημίας που είχαμε απολαύσει στο πρότερο έργο του και κυρίως στην εξαιρετική «Ανωτέρα Βία».