Δύσκολο να βρεις ένα μουσικό είδος στο οποίο να υστερούν οι Βρετανοί. Για πολλούς και διάφορους -κοινωνικοπολιτικούς και πολιτισμικούς- λόγους, η Αγγλία πάντοτε βρισκόταν στην αιχμή των μουσικών κυμάτων και νεωτερισμών, έχοντας υπάρξει τόπος γέννησης για μυθικά μουσικά είδη, όπως η ροκ, το πανκ, το ρέιβ και άλλα πολλά. Ακόμη, όμως, και στα είδη που δεν γέννησε, αλλά οικειοποιήθηκε, μπόρεσε γρήγορα να νιώσει τον παλμό τους και να προσφέρει τη δική της άποψη και αισθητική. Και σίγουρα η τζαζ είναι ένα από αυτά.
Το μουσικό είδος που πάντρεψε τη λαϊκή αμερικανική μουσική με τον αφρικανικό ρυθμικό αυτοσχεδιασμό ταξίδεψε γρήγορα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και βρήκε στη Μεγάλη Βρετανία μια νέα φιλόξενη πατρίδα. Ρόνι Σκοτ, Κένι Μπολ, Σταν Τρέισι, Τζον Ντάνκγουορθ, Τζορτζ Γουέμπ, Χάμφρεϊ Λίτλτον, υπήρξαν μόνον μερικοί από τους υπέροχους Βρετανούς jazzmen που κατάφεραν να στήσουν μεταπολεμικά μια ολοζώντανη σκηνή.
Τα τελευταία χρόνια η αγγλική τζαζ δείχνει να ζει μια νέα δημιουργική ακμή. Το μεγαλύτερο προτέρημα της ανθηρής καινούργιας σκηνής είναι ότι καταφέρνει να μπολιάσει το -κλασικό πλέον- τζαζ είδος με άλλα μουσικά ιδιώματα, όπως το hip hop, το funk, το grime, την electro κ.λπ., προσφέροντας ένα απενοχοποιημένο blend, που έχει ως καλλιτεχνικό στόχο να συγκινήσει και να συνεπάρει τον ακροατή, παρά να ακολουθήσει νόρμες και δημιουργικά ευαγγέλια.
Σίγουρα, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Sons of Kemet, ένα πρωτοποριακό δημιούργημα του κατοικοεδρεύοντος στο Λονδίνο σαξοφονίστα Σαμπάκα Χάτσινγκς, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά και τον ηγέτη της εκρηκτικής νέας βρετανικής τζαζ. Έχοντας δύο ντράμερ (!), χρησιμοποιώντας μια σειρά από πνευστά (σαξόφωνα, τούμπα, κλαρινέτο, τρομπόνι) και έχοντας φωνητικά σε κάποια από τα tracks τους, οι Sons of Kemet αποτελούν ένα από τα πλέον απολαυστικά νεωτεριστικά ακούσματα της παγκόσμιας new jazz σκηνής. Πέρα από τα στοιχεία της free jazz και του μπιτάτου αφρικανικού ήχου που εμπεριέχει το μουσικό του mix, το βρετανικό συγκρότημα έχει μια ασυνήθιστη dub φρασεολογία, που σε συνδυασμό με τη φωνητική rap απαγγελία δίνει ένα πολυμορφικό αποτέλεσμα που δύσκολα δεν θα σε αποζημιώσει για τον χρόνο που θα του διαθέσεις.
Οι GoGo Penguin έρχονται από τη Μέκκα της μουσικής δημιουργίας στην Αγγλία, το περίφημο Μάντσεστερ. Τα κομμάτια τους «χτίζονται» πάνω στη βάση των απίθανων πιανιστικών μελωδιών του Κρις Ίλινγκγουορθ, με τα τζαζ στοιχεία να προσφέρονται κυρίως από το ατίθασο μπάσο του Νικ Μπλάκα. Βέβαια, το μουσικό μείγμα των Άγγλων είναι πολυεπίπεδο, πρωτότυπο και άκρως απολαυστικό, με τα beats να συνδυάζονται με τους α λα Red Snapper ντραμιστικούς ρυθμούς και τις μελωδίες να αλλάζουν συνεχώς μορφές μέσα από την αυτοσχεδιαστική επιδεξιότητα του συνόλου.
255 χιλιόμετρα απέχει το Νόριτς από το Μάντσεστερ, αλλά η απόσταση των εκπληκτικών Mammal Hands από τους GoGo Penguin σίγουρα δεν είναι τόσο μεγάλη. Το συγκρότημα της βόρειας Αγγλίας έχει -και αυτό- ως πυρήνα της μουσικής του πρότασης τις πιανιστικές εμπνεύσεις του Νικ Σμαρτ. Όμως αυτό που δίνει έναν πιο τζαζ χαρακτήρα στο κορυφαίο γκρουπ είναι το αέρινο σαξόφωνο του αδελφού του, Τζόρνταν Σμαρτ. Το αρμονικό πάντρεμα των κομψών μελωδιών και των ταξιδιάρικων μπάσων προσφέρει ένα στιβαρό μέτα-τζαζ αποτέλεσμα, που σαγηνεύει τον ακροατή.
Οι Ishmael Ensemble θαρρείς ότι έχουν χωνέψει όλη τη σπουδαία μουσική κληρονομιά του Μπρίστολ, όπου δημιουργήθηκαν, και την έχουν μετουσιώσει στην αταξινόμητη, ακαταμάχητη βιρτουοζιτέ τους. Μπιτάτοι, νταμπάτοι και μινιμαλιστικοί, ταυτόχρονα άκρως μελωδικοί και ευρηματικοί, οι υπέροχοι Μπριστολέζοι έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τα στενά όρια της πόλης τους και να αποτελούν ένα από τα πιο καυτά ονόματα της αγγλικής σκηνής.
Καιρός να περάσουμε τα σύνορα της Αγγλίας και να κινηθούμε δυτικά, προς την πανέμορφη Ουαλία και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσά της, το Κάρντιφ. Εκεί ο δαιμόνιος πληκτράς Ντέιβ Στέιπλτον δημιούργησε το 2013 τους παραγνωρισμένους Slowly Rolling Camera. Έχοντας έναν έντονα συναισθηματικό λυρισμό, που πηγάζει από τις φινετσάτες μελωδικές γραμμές του Στέιπλτον και τις πρωτοκλασάτες ενορχηστρώσεις, το γκρουπ αποτελεί μια ξεχωριστή πρόταση στο χώρο της βρετανικής jazz. Ειδικά το μινιμαλιστικό, space-electro περσινό άλμπουμ τους «Where the Streets Lead» υπήρξε μια αξιοπρόσεκτη εξέλιξη στη δισκογραφική πορεία τους.
Από την Ουαλία ταξιδεύουμε σε ένα άλλο κράτος της Μεγάλης Βρετανίας, τη Σκωτία και το Εδιμβούργο. Εκεί, ο Τζο Έιτσεσον έχει δημιουργήσει το solo project με τον τίτλο Hidden Orchestra. To concept της μπάντας του είναι δαιμόνιο και ευφυές: ο Τζο γεννά ασταμάτητα ταξιδιάρικες ambient συνθέσεις και διάφοροι επισκέπτες-καλλιτέχνες έρχονται να τον πλαισιώσουν στις φευγάτες παραγωγές του. Αποτελεί μία από τις πλέον ξεχωριστές προτάσεις της σκηνής, αφού το μινιμαλιστικό πλαίσιο δημιουργίας του είναι τόσο εύπλαστο, που θαρρείς ότι μέσα του μπορεί να χωρέσει οτιδήποτε είναι συγκινητικό και ρηξικέλευθο.
Επιστροφή στο Λονδίνο, για να ζουμάρουμε σε τέσσερις διαφορετικές τζαζ περιπτώσεις. Για τους Vels Trio το περσινό τους άλμπουμ «Celestial Greens» υπήρξε το breakthrough που τους έφερε στο προσκήνιο. Μετά το ελπιδοφόρο ντεμπούτο EP «Yellow Ochre», το λονδρέζικο τρίο δούλεψε ακόμη περισσότερο το μοντέρνο fusion jazz ιδίωμά του, για να το μετουσιώσει σε μια πιο παιχνιδιάρικη, ενδιαφέρουσα, γοητευτική και μπιτάτη πρόταση, που θα έλεγε κανείς ότι αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο hit track «The Wad».
Από την άλλη οι Ill Considered έχουν μια πιο στρωτή new jazz φόρμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα εντοπίσει κάποιος σε αυτούς ευρηματικές μίξεις. Κάθε άλλο… Το εμπνευσμένο τρίο, πατώντας πάνω στο παραδοσιακό μοτίβο του σαξόφωνου-μπάσου-ντραμς, καταφέρνει να ξεφύγει από την πεπατημένη και να προσφέρει συνθέσεις που σε τραβούν αργά και σταδιακά στον αυτοσχεδιαστικό έντονα ρυθμικό μουσικό του κόσμο, που σίγουρα θα συναρπάσει τους θιασώτες της jazz.
Οι Robohands είναι ουσιαστικά ένας. Ο Άντι Μπάξτερ δεν γνωρίζει όρια και περιορισμούς στις δημιουργίες του. Με την ίδια ευκολία που χρησιμοποιεί το σαξόφωνο, μπορεί να δοκιμάσει να βάλει κιθαριστικά περάσματα, α λα Kavinsky λούπες, τζαζεμένα ντραμς ή μελωδικά φωνητικά στις συνθέσεις του. Ο Λονδρέζος μουσικός προσφέρει ένα sui generis αποτέλεσμα, που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στη βρετανική σκηνή. Αξίζει κάποιος να τον ακολουθήσει.
Ο Alfa Mist αποτελεί μια κατηγορία μόνος του. Γέννημα-θρέμμα του ανατολικού Λονδίνου, ο Αφρο-Βρετανός καλλιτέχνης -που αρκετές φορές εμφανίζεται με το τρίο του- κουβαλά στις συνθέσεις του τη μελαγχολία και τη σκοτεινιά της αγγλικής μητρόπολης. Μελωδικός και ορκισμένα αυτοσχεδιαστικός, ο εξαιρετικός κιμπορντίστας αποτελεί την αιχμή του δόρατος της βρετανικής σκηνής, αναμειγνύοντας ιδανικά το rap με τη jazz. Το περσινό του άλμπουμ «Bring Backs» βρέθηκε σε πολλές λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς, με τον Alfa Mist να βρίσκεται πλέον με το ένα πόδι στη new jazz σκηνή και το άλλο στο βασίλειο του mainstream…