Μια μικρή πόλη στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, που παλεύει να κρατηθεί ζωντανή μέσα από την εγκατάλειψη, τη γραφειοκρατία και τη σιωπή.
Δεν είναι όλοι οι προορισμοί εύκολοι. Δεν είναι όλοι προορισμοί για τουριστικούς οδηγούς. Αλλά υπάρχουν μέρη που κουβαλούν βάρος, ιστορία, ομορφιά – κι ένα μικρό κόμπο στο λαιμό. Ένα τέτοιο μέρος είναι το Διδυμότειχο.
Μια ανάσα από τα σύνορα με την Τουρκία, στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, το Διδυμότειχο είναι μια πόλη γεμάτη με εικόνες από μια παλιά Ελλάδα: βυζαντινά τείχη, παραδοσιακά σπίτια, δρομάκια που μοιάζουν να έχουν σταματήσει στο χρόνο. Αλλά πίσω από τη ρομαντική αυτή εικόνα, κρύβεται η πραγματικότητα: μια πόλη που αργοσβήνει.
Όπως και σε πολλά άλλα μέρη της ελληνικής επαρχίας, ο πληθυσμός μειώνεται σταθερά. Οι νέοι φεύγουν για να σπουδάσουν ή να δουλέψουν – και σπάνια επιστρέφουν. Το κράτος δεν βοηθάει. Δεν δημιουργεί κίνητρα, δεν προσφέρει ευκαιρίες. Η επιχειρηματικότητα συναντά τοίχους – συχνά γραφειοκρατικούς, άλλες φορές απλά αδιαφορίας.
Μίλησα με κατοίκους που προσπαθούν να σώσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Θέλουν να αναστηλώσουν κτίρια, να ανοίξουν επιχειρήσεις, να δώσουν ζωή. Αλλά οι νόμοι περί «διατηρητέων» συχνά λειτουργούν σαν παγίδες: ούτε μπορούν να τα αγγίξουν, ούτε το κράτος κάνει κάτι για να τα σώσει. Έτσι, όσα θα μπορούσαν να είναι στολίδια, γίνονται κουφάρια. Τα βλέπει η βροχή και τα τρώει ο χρόνος.
Και παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πείσμα. Υπάρχει δημιουργικότητα. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν το Διδυμότειχο όχι γιατί είναι τέλειο, αλλά γιατί είναι δικό τους. Που πιστεύουν πως ακόμα κι αν είσαι στην άκρη της χώρας, μπορείς να χτίσεις κάτι όμορφο – αν σε αφήσουν.
Το Διδυμότειχο δεν χρειάζεται λύπηση. Χρειάζεται φωνή. Γιατί η παραμεθόριος δεν είναι άκρη. Είναι αρχή. Και αξίζει μια καλύτερη τύχη.