Ένα εστιατόριο στον Εύοσμο που τιμά την Ελληνική και Ποντιακή κουζίνα με ξυλόφουρνο, κάρβουνο και πιάτα ουσίας
Συνήθως, πριν επισκεφθώ ένα μέρος για το οποίο έχω ακούσει πολλά και γύρω από το όνομά του γίνεται έντονος ντόρος, είμαι αρκετά επιφυλακτικός για το τι θα συναντήσω. Το ίδιο συναίσθημα είχα και όταν έφτασα στο Άναμα.
Περνώντας την είσοδο, βρέθηκα μπροστά σε έναν πανέμορφο, ζεστό χώρο που θυμίζει παραδοσιακό εστιατόριο ορεινού χωριού: πέτρινο πάτωμα, πέτρινοι τοίχοι και κολώνες, ξύλινη οροφή και ξύλινα τραπεζοκαθίσματα. Ο εσωτερικός χώρος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το τσιμεντένιο, οικιστικό περιβάλλον της καρδιάς του Ευόσμου, όπου βρίσκεται το Άναμα.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που κερδίζει από την πρώτη στιγμή τον επισκέπτη: ένας χώρος που παραπέμπει σε χωριό και παράδοση και σε μεταφέρει νοητά αλλού, φτιάχνοντας αμέσως τη διάθεση.

Αριστερά της εισόδου υπάρχει ένας πιο πριβέ χώρος, ιδανικός για μικρές εκδηλώσεις ή επαγγελματικές συναντήσεις. Μπροστά σου ανοίγεται ένα ευρύχωρο σαλόνι, ενώ στο βάθος, αριστερά, απλώνεται σε μήκος η εντυπωσιακή πέτρινη κουζίνα με τις σχάρες και τον ξυλόφουρνο, πλαισιωμένη από ένα καλαίσθητο μικρό bar.
Το μενού ξεκινά με πέντε επιλογές σαλάτας, όπως χωριάτικη, ντάκος με χαρούπι, baby σπανάκι με λιαστές ντομάτες και ψητά μανιτάρια με μανούρι. Ξεχώρισα το καρπάτσιο παντζαριού με κατίκι Δομοκού και φετούλες πορτοκαλιού.

Στα ορεκτικά και στα κυρίως τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το κρέας, μέσα από πιάτα οικεία, βγαλμένα από την αστική και παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Ανάμεσα στις επιλογές που ξεχώρισα είναι τα μοσχαρίσια μπιφτέκια στα κάρβουνα, η κροκέτα μετσοβόνε, η μελιτζάνα στα κάρβουνα με σκόρδο και φέτα, τα ντολμαδάκια, καθώς και ο καβουρμάς με αυγά και μους φέτας.
Υπάρχουν και κλασικές επιλογές με ψάρι, όπως χταπόδι στιφάδο, σκουμπρί καπνιστό με πίκλες κρεμμυδιού, αλλά και μπρουσκέτες με ταραμά, γαύρο μαρινάτο και ντομάτα confit.
Στα κυρίως συναντάμε τρεις επιλογές ψαριού: φιλέτο σολομού με ψητά λαχανικά, φιλέτο τσιπούρας με πλιγούρι και μαγιονέζα αρωματισμένη με μάραθο, καθώς και γαριδομακαρονάδα.

Αναμφίβολα, όμως, το βλέμμα μαγνητίζουν οι επιλογές σε κρέας: το κλασικό, υπεραγαπημένο κοκκινιστό μοσχαράκι με πουρέ μελιτζάνας, το ποντιακό σασλίκ με κρεμμύδια και χειροποίητη μους πάπρικας, τα μοσχαρίσια μάγουλα με πουρέ σελινόριζας και τα σουτζουκάκια γιαουρτλού.
Στο μενού εντάσσονται έξυπνα και τα κρεατικά της ώρας, όπως αρνίσια παϊδάκια στα κάρβουνα, πρόβειο κεμπάπ, μοσχαρίσιο συκώτι, αλλά και αρνάκι στον ξυλόφουρνο, το οποίο σερβίρεται με το κιλό για μεγάλες παρέες.
Καθημερινά υπάρχουν 5–6 πιάτα ημέρας. Την ημέρα της επίσκεψής μου ξεχώρισα την πορκέτα, το φιλέτο μαύρου χοίρου στα κάρβουνα και το οσομπούκο με χωριάτικο πουρέ, ενώ για την επόμενη φορά άφησα ανοιχτό λογαριασμό με τους ποντιακούς λαχανοντολμάδες και το κλέφτικο μαύρου χοίρου με λαχανικά. Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί και ο κατάλογος premium κοπών από όλο τον κόσμο, όπως ribeye Αυστραλίας, tomahawk Αμερικής και κοπές ξηράς ωρίμανσης 21 ημερών, μεταξύ αυτών strip loin Γαλλίας.

Πίσω από το μενού βρίσκεται ο chef Αλέξανδρος Τσακαλίδης, ο οποίος, όντας ποντιακής καταγωγής, έχει ενσωματώσει στον κατάλογο παραδοσιακά πιάτα που οι Πόντιοι μαγειρεύουν εδώ και πάνω από έναν αιώνα, όπως το σασλίκ και το χατσαπούρι.
Στόχος του δεν είναι να εντυπωσιάσει με πρωτοτυπίες ή εντυπωσιακά στησίματα, αλλά να ικανοποιήσει ακόμα και τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο μέσα από τη νοστιμιά, την απλότητα και το μεγαλείο της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας. Βασικοί πυλώνες της φιλοσοφίας του είναι η γεύση, οι παραδοσιακές τεχνικές – όπως ο ξυλόφουρνος και το κάρβουνο – και η οικειότητα με την οποία προσεγγίζει το φαγητό.

Δεν θα μπορούσα να παραλείψω το χατσαπούρι, ένα πιάτο που αγαπώ ιδιαίτερα και για το οποίο είμαι αυστηρός κριτής. Στην παραλλαγή μεγκρούλι, με έξτρα τυρί εξωτερικά, ήταν εξαιρετικό: μαλακό στο εσωτερικό, τραγανό απ’ έξω, σωστά ψημένο και πλούσιο σε αγελαδινό βούτυρο, που του χαρίζει τη χαρακτηριστική βουτυράτη υφή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο chef παρασκευάζει και την αυθεντική εκδοχή με τυρί σουλγκούνι, που του προσδίδει ξεχωριστό γευστικό χαρακτήρα.

Εξίσου ενδιαφέρον ήταν το κατσικίσιο chèvre, ψημένο στο φούρνο πάνω σε ζουμερή σάλτσα ντομάτας με ελαφρύ άρωμα θυμαριού.
Ο κόκορας με χυλοπίτες – στην ουσία μαφαλντίνες – σερβιρίστηκε ξεψαχνισμένος πάνω σε al dente ζυμαρικό, δεμένο με σάλτσα από τον ίδιο τον κόκορα και ολοκληρωμένο με τριμμένη γραβιέρα και σχοινόπρασο.
Το αρνίσιο κότσι με κους κους λαχανικών ήταν πιάτο βαθιάς νοστιμιάς, με το κρέας να έχει ψηθεί στον ξυλόφουρνο μέχρι να μελώσει, ενώ το πλιγούρι είχε απορροφήσει όλο τον πλούσιο ζωμό. Από τα πιάτα ημέρας, η πορκέτα ήταν σωστά αρωματισμένη και καλοφτιαγμένη, με εξαιρετικά τραγανή κρούστα, αν και θα την προτιμούσα λίγο πιο ζουμερή. Το οσομπούκο με χωριάτικο πουρέ ξεχώρισε για το αργοψημένο κρέας και τον παραδοσιακό πουρέ, με λιωμένη πατάτα και εμφανή κομμάτια, που θύμιζε οικογενειακό τραπέζι παλαιότερων εποχών.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στη λίστα κρασιών, η οποία είναι εξαιρετικά πλούσια, με επιλογές από όλο τον ελληνικό αμπελώνα, αλλά και αξιόλογες ετικέτες από τις σημαντικότερες διεθνείς οινοπαραγωγικές περιοχές, πολλές από τις οποίες σερβίρονται και σε ποτήρι.
Συμπερασματικά, το Άναμα δικαιολογεί απόλυτα τη φήμη που έχει αποκτήσει. Είναι ένα εστιατόριο που δεν προσποιείται και δεν επιδιώκει τον εντυπωσιασμό. Ακολουθεί με συνέπεια το δρόμο της παραδοσιακής, απλής και βαθιά νόστιμης ελληνικής κουζίνας – και αυτό, τελικά, είναι και το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα.