Έχοντας καταστεί το Άγιο Δισκοπότηρο για τους απανταχού κρεατοφάγους, η αναζήτηση για τα καλύτερα αρνίσια παϊδάκια έχει πάρει τη μορφή ενός ακήρυχτου κυνηγίου. Η δική μας αναζήτηση μας έβγαλε στα Πλατάνια στην Αγία Παρασκευή και δύσκολα θα μας αλλάξει κάποιος γνώμη.
Υπάρχουν κάποια πράγματα στο φαγητό που είναι αδιαπραγμάτευτα. Η νοστιμιά είναι το πρώτο και ακολουθούν άλλα, λιγότερο σημαντικά. Ένα άλλο είναι πως τα αρνίσια παϊδάκια αποτελούν δείκτη αξιολόγησης για τις ταβέρνες της επικράτειας, σε βαθμό τέτοιο που, ανάλογα με τη νοστιμιά και την ψηστική αρτιότητά τους, μπορούν να ανεβοκατεβάσουν ταβερνοκυβερνήσεις. Ακόμα περισσότερο μάλιστα, όταν συνοδεύονται από εξίσου νόστιμα πιάτα, ορεκτικά ή κυρίως. Η ταβέρνα όμως αγγίζει το επίπεδο της θέωσης, όταν μετά τα άψογα παϊδάκια, μπορείς να απολαύσεις για επιδόρπιο μια εξίσου άψογη προβατίνα.
Όλα τα παραπάνω τα βρίσκει κανείς στα Πλατάνια, στην Αγία Παρασκευή, μια περιοχή με μεγάλη ιστορία στο είδος της ταβέρνας με την χαλικιένια αυλή και τις υπαίθριες σούβλες. Σε αυτό το ανταγωνιστικό τοπίο, τα Πλατάνια κρατούν το σκήπτρο του αδιαμφισβήτητου βασιλιά. Η ταβέρνα βρίσκεται στη θέση της εδώ και δεκαετίες, όμως τα τελευταία χρόνια έχει κάνει ποιοτικά άλματα, τόσο ως προς το κρέας που είναι ο πρωταγωνιστής, όσο και ως προς τα υπόλοιπα πιάτα του μενού.
Από τα ορεκτικά κιόλας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάποιος έχει δώσει σημασία στη λεπτομέρεια. Τα τζατζίκι είναι κρεμώδες και νόστιμο, με πολύ καλής ποιότητας γιαούρτι. Τα τηγανιτά κολοκυθάκια και μελιτζάνες είναι “αφρός”, θυμίζοντας καλοφτιαγμένη γιαπωνέζικη τεμπούρα, ενώ και οι σαλάτες είναι πάντα φρέσκες και τα λαχανικά τους διαλεγμένα. Το σαγανάκι, ψημένο άψογα, σε εισάγει στη λογική της σχάρας που θα κυριαρχήσει στο υπόλοιπο μενού της βραδιάς.
Μπαίνοντας στο κυρίως μέρος, αυτό της κρεατοφαγίας, πρέπει να κάνουμε ειδική μνεία στο κοκορέτσι, που όταν είναι διαθέσιμο, εντυπωσιάζει, τόσο για τη γεύση του, όσο και για την ικανότητα του ψήστη να το διατηρεί εξωτερικά τραγανό και εσωτερικά ζουμερό. Το μπιφτέκι είναι άλλο ένα highlight του μενού, αφού μπορεί να αποτελεί αντικείμενο πόθου για όλη την παρέα, οπότε νομοτελειακά βρίσκει τη θέση του στη μέση ως ορεκτικό. Το μοσχαρίσιο λουκάνικο αποτελεί must, αφού νοστιμότερό του δύσκολα βρίσκει κανείς σε ταβέρνα.
Τα αρνίσια παϊδάκια, τα οποία γίνονται ανάρπαστα από όλους, ανεξαιρέτως, τους θαμώνες του μαγαζιού, θυμίζουν ακριβά κοσμήματα, έτσι όπως είναι τοποθετημένα στις πιατέλες. Χεράκια, κότσια και περιττά ρετάλια δε θα βρείτε. Λεπτοκομμένα και διαλεγμένα ένα προς ένα, αποτελούν πρόκληση για τον ψήστη, ώστε να διατηρήσει τις αρετές τους και μετά το πέρασμά τους από τη φωτιά. Αυτό που τελικά φτάνει στο τραπέζι, είναι ένα έργο τέχνης, που πρώτα θαυμάζει το μάτι και μετά ο ουρανίσκος. Στην περίπτωση των Πλατανιών βέβαια, ο κύριος Χρήστος που επιμελείται τα του κάρβουνου είναι ο καλλιτέχνης. Ο ρυθμός με τον οποίο βγάζει τα κρέατα, είτε αυτά είναι ένα απλό λουκάνικο, είτε ένα ντελικάτο ribeye, με θαυμαστή αρτιότητα, τον καθιστά Μάστορα, όνομα και πράγμα. Άξια αναφοράς και η σπαλομπριζόλα, που έρχεται με το ribeye της στη μέση, αλλά και ένα ενδιαφέρον οστό για ξεψάχνισμα επιπέδου.
Το σέρβις στα Πλατάνια είναι φιλικό, ανεπιτήδευτο και ευγενικό, με τους δύο Δημήτρηδες να ικανοποιούν κάθε επιθυμία των πελατών με απροσποίητη χαρά. Το χύμα κρασί είναι απλά ικανοποιητικό (μια μικρή αναβάθμιση θα έκανε μεγάλη διαφορά), ενώ η μικρή λίστα εμφιαλωμένων μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες ενός οινόφιλου. Αποφύγετε την Κυριακή το μεσημέρι οπότε και γίνεται πραγματικός πόλεμος και μην παραλείψετε να τηλεφωνήσετε για κράτηση, ακόμα και βράδυ καθημερινής.
Τα Πλατάνια είναι υπόδειγμα ταβέρνας. Είναι ένα φωτεινό παράδειγμα που μας θυμίζει την αξία του παρεξηγημένου αυτού είδους εστιατορίου για τη γαστρονομική μας παράδοση. Τα καλά εστιατόρια, λένε, χαλάνε όταν αποκτήσουν οικονομίες κλίμακος. Εδώ έχουμε την εξαίρεση που ίσως επιβεβαιώνει τον κανόνα.